κορκορυγμός: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορκορυγμός]], ὁ (Α) [[κορκορυγῶ]]<br />[[υπόκωφος]] [[θόρυβος]], [[αναταραχή]] και [[κυρίως]] το [[γουργούρισμα]] τών εντέρων («[[πόσος]] κορκορυγμὸς καὶ [[κλόνος]] τὴν [[γαστέρα]] σου συνετάρασσε», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[κορκορυγμός]], ὁ (Α) [[κορκορυγῶ]]<br />[[υπόκωφος]] [[θόρυβος]], [[αναταραχή]] και [[κυρίως]] το [[γουργούρισμα]] τών εντέρων («[[πόσος]] κορκορυγμὸς καὶ [[κλόνος]] τὴν [[γαστέρα]] σου συνετάρασσε», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[κορκορυγή]]; Luc. <i>[[Philopatr]]</i>. 3; Suid. erkl. ταραχαί.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορκορυγμός Medium diacritics: κορκορυγμός Low diacritics: κορκορυγμός Capitals: ΚΟΡΚΟΡΥΓΜΟΣ
Transliteration A: korkorygmós Transliteration B: korkorygmos Transliteration C: korkorygmos Beta Code: korkorugmo/s

English (LSJ)

ὁ, = κορκορυγή (rumbling noise, tumult, din), of the bowels, Ps.-Luc. Philopatr. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
borborygme des intestins ; p. ext. tout bruit sourd, bruit, tumulte d'un combat.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. βορβορυγμός.

Russian (Dvoretsky)

κορκορυγμός: ὁ Luc. = κορκορυγή.

Greek (Liddell-Scott)

κορκορυγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 3.

Greek Monolingual

κορκορυγμός, ὁ (Α) κορκορυγῶ
υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.).

German (Pape)

ὁ, = κορκορυγή; Luc. Philopatr. 3; Suid. erkl. ταραχαί.