καταχώννυμι: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα- | |elnltext=κατα-χώννυμι en κατα-χωννύω bedelven, begraven: κατά σε χώσομεν τοῖς λίθοις we zullen je met een hoop stenen bedelven Aristoph. Ach. 295 (tmesis); overdr.: κ. τινὰ λόγοις iem. overstelpen met argumenten Plat. Grg. 512c. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=[[enterrar]] una concha καταχώσεις (τὸ ὄστρακον) εἰς ἀώρου μνῆμα σελήνης οὔσης διαμέτρου ἡλίου <b class="b3">enterrarás la concha en la tumba de un muerto prematuro, cuando la luna se encuentre en oposición al sol</b> P IV 2220 | |esmgtx=[[enterrar]] una concha καταχώσεις (τὸ ὄστρακον) εἰς ἀώρου μνῆμα σελήνης οὔσης διαμέτρου ἡλίου <b class="b3">enterrarás la concha en la tumba de un muerto prematuro, cuando la luna se encuentre en oposición al sol</b> P IV 2220 | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ([[χώννυμι]]), <i>[[zuschütten]], [[zudämmen]], [[verschütten]]</i>; [[ἐπεὶ]] ἐγένοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας Her. 4.173, Sp.; κατά σε χώσομεν λίθοις, wir [[werden]] dich mit Steinen <i>[[überschütten]]</i>, Ar. <i>Ach</i>. 295; mit Geschossen, [[σφέας]] κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. 7.225; λόγοις, ὕμνοις, ἐπαίνοις, <i>mit Lob [[überschütten]]</i>, was <i>B.A</i>. 45.21 καταπληρῶσαι [[erklärt]] wird; vgl. Plat. <i>Gorg</i>. 512b; übertragen, τὰ [[πρῶτα]] ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται [[ἤδη]] ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά, sie sind <i>[[überschüttet]], [[verdunkelt]], Crat</i>. 414c; Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
( καταχωννύω Gp.2.42.5, Hippiatr.34), fut. -A χώσω Pl.Tht. 177c:—cover with a heap, overwhelm, bury, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας buried them in sand, Hdt.4.173; κ. τινὰ λίθοις Ar.Ach.295 (tm.); σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Hdt.7.225; ἐν λίθοις σφενδόνης LXX Za.9.15; ἐν κοπρίᾳ Hippiatr.l.c.:—Pass., Lib.Or.61.15. 2 silt up, dam up, τὸ στόμιον τοῦ λιμένος D.S.24.1. 3 metaph., ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον with fresh streams they will choke up the channel of our original argument, Pl.l.c.; κ. τινὰ λόγοις Id.Grg. 512c; τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e:—Pass., to be buried in obscurity, τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Pl.Cra. 414c; ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι Vett.Val.301.9. 4 overwhelm, ruin, Lib.Or.63.19.
French (Bailly abrégé)
1 ensevelir sous un amas (de sable) acc.;
2 fig. ensevelir ou cacher sous un amas (de paroles, etc.) : ἐρώτησιν PLUT une question.
Étymologie: κατά, χώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χώννυμι en κατα-χωννύω bedelven, begraven: κατά σε χώσομεν τοῖς λίθοις we zullen je met een hoop stenen bedelven Aristoph. Ach. 295 (tmesis); overdr.: κ. τινὰ λόγοις iem. overstelpen met argumenten Plat. Grg. 512c.
Russian (Dvoretsky)
καταχώννῡμι:
1) засыпать, заваливать (τινά Her.); забрасывать (τινὰ λίθοις Arph.; πολλῇ γῇ τι Plut.; τινὰ τοῖς λόγοις Plat.): σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. варвары засыпали их стрелами; τὰ πρῶτα ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Plat. первоначально установленные наименования затемнены теми, кто хотел сделать их выспренними;
2) хоронить (γραῦν τινα ζῶσαν Plut.).
Spanish
Greek Monolingual
καταχώννυμι (AM)
βλ. καταχώνω.
Greek Monotonic
καταχώννῡμι: μέλ. -χώσω, καλύπτω με σωρό, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας, ο νότιος άνεμος τους έθαψε στην άμμο, σε Ηρόδ.· κ. τινα λίθοις, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταχώννῡμι: (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω·- χώνω βαθέως, σκεπάζω μὲ σωρὸν χώματος, κατακαλύπτω, κατορύττω, θάπτω, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173· κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295· οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225· χρυσίον πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) φράττω, «στουπώνω», τὸ στόμιον τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., κατακλύζω, «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, οἷον καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· πλείω ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· ὡσαύτως, θάπτω ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ἐπισκιάζω, ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε.
Middle Liddell
fut. -χώσω
to cover with a heap, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας the South wind buried them in sand, Hdt.; κ. τινὰ λίθοις Ar.
Léxico de magia
enterrar una concha καταχώσεις (τὸ ὄστρακον) εἰς ἀώρου μνῆμα σελήνης οὔσης διαμέτρου ἡλίου enterrarás la concha en la tumba de un muerto prematuro, cuando la luna se encuentre en oposición al sol P IV 2220
German (Pape)
[ῡ], (χώννυμι), zuschütten, zudämmen, verschütten; ἐπεὶ ἐγένοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας Her. 4.173, Sp.; κατά σε χώσομεν λίθοις, wir werden dich mit Steinen überschütten, Ar. Ach. 295; mit Geschossen, σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. 7.225; λόγοις, ὕμνοις, ἐπαίνοις, mit Lob überschütten, was B.A. 45.21 καταπληρῶσαι erklärt wird; vgl. Plat. Gorg. 512b; übertragen, τὰ πρῶτα ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά, sie sind überschüttet, verdunkelt, Crat. 414c; Sp.