ἀσθενόρριζος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσθενόρριζος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες. | |mltxt=[[ἀσθενόρριζος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[ῥίζα]]), <i>mit [[schwacher]] [[Wurzel]]</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with weak roots, Thphr.CP4.14.4.
Spanish (DGE)
-ον de raíces débiles πίσος Thphr.CP 4.14.4.
Greek Monolingual
ἀσθενόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες.