ἀγχουσίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγχουσίζομαι''': μέσ. μεταχειρίζομαι ἄγχουσαν, [[ψιμύθιον]], «ἀγχουσίζεται, ἐντρίβεται ταῖς παρειαῖς, οἰονεὶ φ(υ)καρ(ιον)», Ἡσύχ. | |lstext='''ἀγχουσίζομαι''': μέσ. μεταχειρίζομαι ἄγχουσαν, [[ψιμύθιον]], «ἀγχουσίζεται, ἐντρίβεται ταῖς παρειαῖς, οἰονεὶ φ(υ)καρ(ιον)», Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>sich [[schminken]]</i>, Hesych. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
Med., rouge, Hsch.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐγχ- Com.Adesp.170, EM 313.38G.
darse onoquiles, colorete, Com.Adesp.l.c., Hsch., ἐ. τὸ πρόσωπον EM l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχουσίζομαι: μέσ. μεταχειρίζομαι ἄγχουσαν, ψιμύθιον, «ἀγχουσίζεται, ἐντρίβεται ταῖς παρειαῖς, οἰονεὶ φ(υ)καρ(ιον)», Ἡσύχ.
German (Pape)
sich schminken, Hesych.