ἀνελλήνιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνελλήνιστος]], -ον) [[ελληνίζω]]<br /><b>1.</b> μη [[ελληνικός]], μη [[σύμφωνος]] με τους κανόνες της Ελληνικής, [[σόλοικος]] ή [[βάρβαρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική [[γλώσσα]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνελλήνιστος]], -ον) [[ελληνίζω]]<br /><b>1.</b> μη [[ελληνικός]], μη [[σύμφωνος]] με τους κανόνες της Ελληνικής, [[σόλοικος]] ή [[βάρβαρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική [[γλώσσα]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ungriechisch]]</i>, Sext.Emp.
}}
}}

Revision as of 17:09, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελλήνιστος Medium diacritics: ἀνελλήνιστος Low diacritics: ανελλήνιστος Capitals: ΑΝΕΛΛΗΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anellḗnistos Transliteration B: anellēnistos Transliteration C: anellinistos Beta Code: a)nellh/nistos

English (LSJ)

ον, not Grecian, S.E.M.1.181, Phryn.300, EM777.53.

Spanish (DGE)

-ον
no griego τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.M.1.181, cf. Phryn.299, EM 777.53G.

Russian (Dvoretsky)

ἀνελλήνιστος: Sext. = ἀνέλλην.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελλήνιστος: -ον, ὁ μὴ Ἑλληνικός, τί τέ ἐστιν Ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμμ. 181, σ. 255.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνελλήνιστος, -ον) ελληνίζω
1. μη ελληνικός, μη σύμφωνος με τους κανόνες της Ελληνικής, σόλοικος ή βάρβαρος
2. αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα.

German (Pape)

ungriechisch, Sext.Emp.