βοήθημα: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βοήθημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''βοήθημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[помощь]], [[поддержка]] (Arst.; πρὸς τὴν μάχην Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[средство]], [[способ]]: ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων εἶναι Arst. обладать меньшими средствами;<br /><b class="num">3</b> [[лечебное средство]], [[лекарство]] Plut., Diod. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:50, 25 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A resource, Arist.Rh.1405a7 (pl.); assistance, πρὸς τὴν μάχην Plb.1.22.3: in plural, succours, τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.2. 2 remedy, Hp.VM13, D.S.1.25, Dsc.4.83, S.E.P.3.280.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 ayuda, auxilio c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10
•c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11
•c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males D.Chr.38.12, Phld.Diu.46
•plu. recursos ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.Rh.1405a7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων LXX Sap.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα LXX 2Ma.15.8.
2 medic. remedio, tratamiento Hp.VM 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.Interrog.70, Gal.9.678, 17(2).226
•comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.P.3.280, con los de la oratoria, Olymp.in Grg.3.9, 6.11.
German (Pape)
[Seite 451] τό, Hülfe, Beistand, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 16; πρὸς τὴν μάχην Pol. 1, 22; Sp.; Arznei, Medic. u. Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοήθημα -ατος, τό βοηθέω hulp; geneesk. remedie.
Russian (Dvoretsky)
βοήθημα: ατος τό
1 помощь, поддержка (Arst.; πρὸς τὴν μάχην Polyb.);
2 средство, способ: ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων εἶναι Arst. обладать меньшими средствами;
3 лечебное средство, лекарство Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
βοήθημα: -ατος, τό, βοήθεια, καταφύγιον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 8 · ἐπικουρία, πρός τι Πολύβ. 1. 22, 3. 2) θεραπεία, φάρμακον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Διόδ. 1. 25.
Greek Monolingual
το (AM βοήθημα) βοηθώ
νεοελλ.
1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια
2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής
αρχ.-μσν.
φάρμακο
αρχ.
καταφύγιο.