κύρωσις: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κύρωσις:''' εως (ῡ) ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κύρωσις:''' εως (ῡ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[решение]], [[согласие]], [[соглашение]] (κ. [[οὐδεμία]] ἐγίγνετο Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[суть]], [[сущность]] ([[πᾶσα]] ἡ [[πρᾶξις]] καὶ ἡ κ. τῆς ῥητορικῆς Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:45, 25 November 2022
English (LSJ)
[ῡ], εως, ἡ, ratification, Th.6.103, Sammelb.4512 (ii B.C.), etc.; τῶν λεγομένων J.AJ4.8.44; πᾶσα… ἡ κ. διὰ λόγων ἐστί Pl. Grg.450b.
German (Pape)
[Seite 1538] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung; κ. μὲν οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc. 6, 103; πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung, διὰ λόγων ἐστίν Plat. Gorg. 450 b; öfters bei Sp., wie Ios., ἐπὶ κυρώσει τῶν λεγομένων.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
sanction.
Étymologie: κυρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύρωσις -εως, ἡ [κυρόω] bekrachtiging (van een verdrag). effect:. πᾶσα... ἡ κύρωσις διὰ λόγων ἐστί alles wat zij (retorica) bereikt gaat door middel van woorden Plat. Grg. 450b.
Russian (Dvoretsky)
κύρωσις: εως (ῡ) ἡ
1 решение, согласие, соглашение (κ. οὐδεμία ἐγίγνετο Thuc.);
2 суть, сущность (πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κ. τῆς ῥητορικῆς Plat.).
Greek Monotonic
κύρωσις: [ῡ], -εως, ἡ (κυρόω), επικύρωση, γνησιότητα, σε Θουκ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κύρωσις: ῦ, εως, ἡ, (κυρόω) ἐπικύρωσις, Θουκ. 6. 103, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 44, κτλ.· πᾶσα… ἡ κ. διὰ τῶν λόγων ἐστὶ Πλάτ. Γοργ. 450Β.
Middle Liddell
κύ¯ρωσις, εως κυρόω
a ratification, Thuc., Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κυρόω, πού παράγεται ἀπό τό κῦρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.