λοίδορος: Difference between revisions

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λοίδορος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сопровождаемый бранью]] ([[ἔρις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[бранный]], [[оскорбительный]] (πομπεῖαι Men.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[хулитель]] Plut.
|elrutext='''λοίδορος:'''<br /><b class="num">1</b> [[сопровождаемый бранью]] ([[ἔρις]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[бранный]], [[оскорбительный]] (πομπεῖαι Men.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[хулитель]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοίδορος Medium diacritics: λοίδορος Low diacritics: λοίδορος Capitals: ΛΟΙΔΟΡΟΣ
Transliteration A: loídoros Transliteration B: loidoros Transliteration C: loidoros Beta Code: loi/doros

English (LSJ)

ον,
A railing, abusive, ἔρις E.Cyc.534; πομπεῖαι Men.Per.Fr.4; ῥήματα IG14.1857; φωναί Phld.Ir.p.74 W. Adv. λοιδόρως = insolently, insultingly Str.14.2.28.
2 as substantive λοίδορος, ὁ, railer, 1 Ep.Cor.5.11, Plu.2.177d: τὸ λοίδορον = λοιδορία, Arist. Phgn.808b37, Plu.2.810d; λοίδορα AP5.175 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant ; ὁ λοίδορος insulteur ; τὸ λοίδορον, insulte, outrage.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Russian (Dvoretsky)

λοίδορος:
1 сопровождаемый бранью (ἔρις Eur.);
2 бранный, оскорбительный (πομπεῖαι Men.).
IIхулитель Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λοίδορος: -ον, κακολόγος, ὑβριστικός, Εὐρ. Κύκλ. 534, Μένανδρ ἐν «Περινθίᾳ» 4· - Ἐπίρρ. -ρως, Στράβ. 661. 2) ὡς οὐσ., τὸν δὲ λοίδορον ἐξελάσαι τῶν φίλων κελευόντων, οὐκ ἔφη ποιήσειν, ἵνα μὴ περιϊὼν ἐν πλείοσι κακῶς λέγῃ Πλούτ. 2. 177D· - τὸ λοίδορον = λοιδορία, Ἀριστ. Φυσιογν. 4, 6, Πλούτ. 2. 810D· λοίδορα εἰπεῖν Ἀνθ. Π. 5. 176. (Ἡ ἐτυμολογία ἄδηλος).

English (Strong)

from loidos (mischief); abusive, i.e. a blackguard: railer, reviler.

English (Thayer)

λοιδόρου, ὁ, a railer, reviler: Euripides, (as adjective), Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-ο (Α λοίδορος, -ον)
υβριστικός, ονειδιστικός, χλευαστικός («ὁ κῶμος λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῖ», Ευρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.λοίδορος
ο υβριστής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λοίδορον
η λοιδορία.
επίρρ...
λοιδόρως (Α)
με υβριστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιδορώ, με υποχωρτ. παραγωγή].

Greek Monotonic

λοίδορος: -ον, κακολόγος, υβριστικός, προσβλητικός, σε Ευρ.· επίρρ., λοίδορως, σε Στράβ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

λοίδορος, ον
railing, abusive, Eur.:—adv. -ρως, Strab. [deriv. uncertain]

Chinese

原文音譯:lo⋯doroj 睞多羅士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:放置(說) 衝(者)
字義溯源:漫罵,中傷人的,誹謗人的,辱罵;源自(λοίδορος)X*=危害)。參讀 (λοιδορέω)同義字
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 辱罵的(2) 林前5:11; 林前6:10

English (Woodhouse)

calumnious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ον, scheltend, schimpfend; ἔρις, Eur. Cycl. 534; λοίδορα εἰπεῖν, Mel. 51 (V.176); ὁ λ., der Lästerer, Plut. reg.apophth. p. 95; τὸ λ., Schmähsucht, reip. ger. praec. 14.
• Adv., Strab. XIV.661.