οὐδαμός: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οὐδαμός:''' (только pl.)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''οὐδαμός:''' (только pl.)<br /><b class="num">1</b> [[ни один]], [[никакой]] (οὐδαμοὶ Ἰώνων Her.);<br /><b class="num">2</b> [[ничего не стоящий]], [[незначительный]], [[ничтожный]]: [[οὐδένες]] ἐόντες, ἐν οὐδαμοῖσι ἐοῦσι ἐναπεδεικνύατο Her. будучи (сами) ничтожны, они выделялись только среди ничтожных. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:10, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, for οὐδὲ ἀμός, not any one, no one, like οὐδείς, A.D.Pron.57.2: used only in plural and only by Ion. writers ( = Att. οὐδένες) , οὐδαμοί, οὐδαμῶν, etc., none, Hdt.1.18,24,57, al.; πρήγματα… οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω, i.e. much greater than any Greek power, Id.7.145: rarely in fem., οὐδαμὰς ἄλλας Id.4.114.—Cf. μηδαμός.
German (Pape)
[Seite 408] d. i. οὐδὲ ἀμός, = οὐδείς, auch nicht Einer, keiner, Her., nur im plur., οὐδαμοὶ 'Ἰώνων, 1, 16 u. öfter, οὐδαμῶν, 7, 104, οὐδαμοῖς, 1, 24, οὐδαμούς, 2, 150 u. öfter; fem., 4, 114. Davon οὐδαμῇ, οὐδαμῶς u. ä.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 aucun, pas un;
2 sans valeur.
Étymologie: οὐδέ, ἀμός.
Russian (Dvoretsky)
οὐδαμός: (только pl.)
1 ни один, никакой (οὐδαμοὶ Ἰώνων Her.);
2 ничего не стоящий, незначительный, ничтожный: οὐδένες ἐόντες, ἐν οὐδαμοῖσι ἐοῦσι ἐναπεδεικνύατο Her. будучи (сами) ничтожны, они выделялись только среди ничтожных.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμός: -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ οὐδείς, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. μηδαμός.
Greek Monolingual
οὐδαμός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. (μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», Ηρόδ.).
επίρρ...
ουδαμώς (Α οὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς)
κατ' ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς ἤθελον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ἁμός, δωρ. τ. του ἐμός (πρβλ. μηδ-αμός)].
Greek Monotonic
οὐδᾰμός: -ή, -όν αντί οὐδὲἀμός, Ιων. αντί οὐδ-είς, ούτε καν ένας, κανένας, μόνο στον πληθ., κανείς, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
οὐδ-ᾰμός, ή, όν [for οὐδὲ ἀμός, ionic for οὐδείς
not even one, no one, only in plural, none, Hdt.