παραιωρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(3b)
 
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραιωρέομαι:''' <b class="num">1)</b> быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);<br /><b class="num">2)</b> виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).
|elrutext='''παραιωρέομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть привешенным]] (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);<br /><b class="num">2</b> [[виснуть]], [[льнуть]] (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 15:16, 25 November 2022

Russian (Dvoretsky)

παραιωρέομαι:
1 быть привешенным (ἐγχειρίδια παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης Her.);
2 виснуть, льнуть (τὰς χεῖρας ὀρέγων καὶ παραιωρούμενος Plut.).