πρευμενῶς: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(4)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρευμενῶς adv., zie πρευμενής.
|elnltext=πρευμενῶς adv., zie πρευμενής.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρευμενῶς:''' <b class="num">1)</b> ласково, благосклонно (δέχεσθαί τινα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> кротко, смиренно (αἰτεῖσθαι Aesch.).
|elrutext='''πρευμενῶς:'''<br /><b class="num">1</b> [[ласково]], [[благосклонно]] (δέχεσθαί τινα Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[кротко]], [[смиренно]] (αἰτεῖσθαι Aesch.).
}}
{{WoodhouseAdverbsReversed
|woodadr=(see also: [[πρευμενής]]) [[gently]], [[in a friendly way]], [[in friendly way]]
}}
{{grml
|mltxt=[[πρευμενῶς]] και [[πραϋμενῶς]] και ιων. τ. [[πρηϋμενῶς]], Α<br />με πρευμενή τρόπο, με ήπια [[διάθεση]], με φιλικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 15:35, 25 November 2022

French (Bailly abrégé)

adv.
avec bonté ou bienveillance.
Étymologie: πρευμενής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρευμενῶς adv., zie πρευμενής.

Russian (Dvoretsky)

πρευμενῶς:
1 ласково, благосклонно (δέχεσθαί τινα Aesch.);
2 кротко, смиренно (αἰτεῖσθαι Aesch.).

English (Woodhouse)

(see also: πρευμενής) gently, in a friendly way, in friendly way

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

Greek Monolingual

πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Α
με πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.