πολυτίμητος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυτίμητος:''' и 3 (ῑ)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πολυτίμητος:''' и 3 (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[глубокопочитаемый]], [[высокочтимый]] (θεοί, [[Αἰσχύλος]] Arph.; [[μαντική]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[высоко ценящийся]], [[дорогой]] ([[σῖτος]] Arph.; [[χώρα]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:40, 25 November 2022
English (LSJ)
Dor. πολυτίματος, ον, also η, ον Ar.Pax978: (τιμάω):—A highly honoured, freq. used in addressing a divinity, Ἀφροδίτη [Parm.]20; ὦ Ζεῦ πολυτίμητ' Pherecr.73, Ar.Fr.319; ὦ πολυτίμηθ' Ἠράκλεις Id.Ach. 807; ὦ π. θεοί Id.V.1001; θεώ Id.Th.594; ὦ π. Νεφέλαι Id.Nu.269; ὦ π. Αἰσχύλε Id.Ra.851; and (ironically) ὦ π. Εὐθύδημε Pl.Euthd. 296d; so τὸ π. ἰατρεῖον, of Aristotle, Timae. ap. Plb.12.8.4. II at a high price, very costly, Epich.71, Ar.Fr.387.9, Alex.Trall.1.15; with play on signf. 1, [σῖτος] π. ᾇπερ τοὶ θεοί Ar.Ach.759.
German (Pape)
[Seite 674] sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; Ar. Ach. 727. 772; θεοί, Vesp. 1001; Ζεύς, Av. 667; Δημήτηρ, Th. 286; auch Αἰσχύλος, Ran. 850; Plat. Euthyd. 396 d; auch = hoch im Preise, theuer, Ar. Ach. 759; vgl. Mein. Menand. p. 43; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 22; auch 3 Endgn, Ar. Pax 978.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 très honoré;
2 très estimé, précieux.
Étymologie: πολύς, τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
πολυτίμητος: и 3 (ῑ)
1 глубокопочитаемый, высокочтимый (θεοί, Αἰσχύλος Arph.; μαντική Plut.);
2 высоко ценящийся, дорогой (σῖτος Arph.; χώρα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτίμητος: [ῑ], -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 978· (τῑμάω)· ― ὁ πολὺ τιμώμενος, λεγόμενον πρὸς θεόν, ὦ Ζεῦ πολυτίμητ’ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 8, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ὦ πολυτίμηθ’ Ἡράκλεις Ἀρισστοφ. Ἀχ. 807· ὦ π. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1001, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 594· ὦ π. Νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 269· ὦ π. Αἰσχύλε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 851· καὶ (εἰρωνικῶς) ὦ π. Εὐθύδημε Πλάτ. Εὐθύδ. 296D. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν τιμήν, δαπανηρός, «ἀκριβός», Ἐπίχ. 48 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Ἀποσπ. 344. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυτίμητος, -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («πολυτίμητος Ἀφροδίτη», Παρμ.)
2. πανάκριβος, βαρύτιμος, πολύτιμος.
επίρρ...
πολυτίμητα Ν
με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και εκτίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τιμητός (< τιμῶ)].
Greek Monotonic
πολῠτίμητος: [ῑ], -ον και -η, -ον (τῑμάω),
I. υψηλά τιμώμενος, εξαιρετικά τιμημένος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. πολύ δαπανηρός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
πολῠτῑ́μητος, ον, [τῑμάω]
I. highly honoured, most honoured, Ar., Plat.
II. very costly, Ar.