τάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τάραγμα:''' ατος (τᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[смятение]], [[замешательство]], [[смута]] (φρενῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[крушение]], [[крах]], [[обвал]] (μελάθρων Eur.).
|elrutext='''τάραγμα:''' ατος (τᾰ) τό<br /><b class="num">1</b> [[смятение]], [[замешательство]], [[смута]] (φρενῶν Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[крушение]], [[крах]], [[обвал]] (μελάθρων Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰ́ραγμα Medium diacritics: τάραγμα Low diacritics: τάραγμα Capitals: ΤΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: táragma Transliteration B: taragma Transliteration C: taragma Beta Code: ta/ragma

English (LSJ)

[τᾰ], ατος, τό, disquietude, ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα E.HF 1091, cf. 907 (lyr.); τ. δαιμόνιον D.H.8.52; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.Herc.1012.27.

German (Pape)

[Seite 1069] τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trouble.
Étymologie: ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

τάραγμα: ατος (τᾰ) τό
1 смятение, замешательство, смута (φρενῶν Eur.);
2 крушение, крах, обвал (μελάθρων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

τάραγμα: [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τάραμα Ν ταράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τον έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ανακίνηση, ανακάτεμα
2. τράνταγμα
3. ιατρ. α) επιληψία
β) (για πυρετό) προσβολή που συνοδεύεται από ρίγη.

Greek Monotonic

τάραγμα: [ᾰ], -ατος, τό (ταράσσω), ανησυχία, σε Ευρ.

English (Woodhouse)

agitation, alarm, confusion, disorder, distress, disturbance, noise, perturbation, mental agitation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)