τιθασεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῐθᾰσεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приручать]], [[одомашнивать]] (sc. τὰ ζῷα Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[делать смирным]], [[послушным]], [[успокаивать]], [[умиротворять]] (τινὰ χάρισι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> с.-х. делать культурным, облагораживать (κοτίνους Plut.).
|elrutext='''τῐθᾰσεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[приручать]], [[одомашнивать]] (sc. τὰ ζῷα Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[делать смирным]], [[послушным]], [[успокаивать]], [[умиротворять]] (τινὰ χάρισι Plut.);<br /><b class="num">3</b> с.-х. делать культурным, облагораживать (κοτίνους Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθᾰσεύω Medium diacritics: τιθασεύω Low diacritics: τιθασεύω Capitals: ΤΙΘΑΣΕΥΩ
Transliteration A: tithaseúō Transliteration B: tithaseuō Transliteration C: tithaseyo Beta Code: tiqaseu/w

English (LSJ)

A tame, domesticate, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Pl.R.589b; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων X.Mem.4.3.10:—Pass., τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Arist.HA610a29, cf. GA756b22. 2 metaph., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες D.3.31; τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας Phld.Lib.p.40 O.; τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ. Gal.19.211:—Pass., [ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο X.Oec.7.10, cf. Pl.Plt.264a; of a disease, become milder, Ruf. ap. Aët.11.29. 3 of trees, cultivate, [κοτίνους] εἰς ἐλαίας ἐξημεροῦντες καὶ τ. Plu.Fab.20. Cf. τιθασός fin.

German (Pape)

[Seite 1109] zähmen, bes. Thiere zu Hausthieren machen; τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζώων, Xen. Mem. 4, 3, 10; τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τιθασεύων, Plat. Rep. IX, 589 b; Polit. 264 b; auch von Gewächsen, sie im Garten ziehen, veredlen, Plut. Fab. Max. 20; übertr. τιθασεύουσι χειροήθεις αὑτοῖς ποιοῦντες, Dem. 3, 31; Sp., wie Plut. Dem. 17, χάρισι τὸν ὄχλον, Cat. min. 33; τὸν τοὺς χειροήθεις κόρακας τιθασεύοντα, Alciphr. 3, 66.

French (Bailly abrégé)

I. apprivoiser ; en parl. d'une plante faire passer de l'état sauvage à l'état cultivé, cultiver ; en parl. de l'homme rendre sociable, civiliser, polir;
II. p. ext.
1 gagner, se concilier;
2 adoucir, calmer.
Étymologie: τιθασός.

Russian (Dvoretsky)

τῐθᾰσεύω:
1 приручать, одомашнивать (sc. τὰ ζῷα Xen.);
2 делать смирным, послушным, успокаивать, умиротворять (τινὰ χάρισι Plut.);
3 с.-х. делать культурным, облагораживать (κοτίνους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσεύω: καθιστῶ τιθασόν, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Πλάτ. Πολ. 589Β· τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 10. - Παθ., τιθασεύεται ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2. 2) μεταφορ., ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες Δημ. 37. 9. - Παθ., ἡ γυνὴ ἐτιθασεύετο Ξεν. Οἰκ. 7, 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 264Α. 3) ἐπὶ δένδρων, καθιστῶ αὐτὸ τιθασόν, καλλιεργῶ αὐτό, κοτίνους εἰς συκᾶς ἐξημεροῦντες καὶ τ. Πλουτ. Φάβ. 20. Πρβλ. τιθασὸς ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τιθασός
1. (σχετικά με ζώα, ιδίως άγρια) εξημερώνω, δαμάζω
2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) υποτάσσω κάποιον στη θέλησή μου, τον κάνω υποχείριό μου («ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», Ξεν.)
αρχ.
1. (σχετικά με φυτά) καλλιεργώ
2. παθ. τιθασεύομαι
(για νόσημα) καθίσταμαι ηπιότερος.

Greek Monotonic

τῐθᾰσεύω:1. μόνο στον ενεστ., δαμάζω, εξημερώνω, σε Πλάτ., Ξεν.
2. λέγεται για δέντρα, βελτιώνω τη γη, την καλλιεργώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τῐθᾰσεύω, only in pres.]
1. to tame, domesticate, Plat., Xen.
2. of trees, to reclaim, cultivate, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=ἐξημερώνω, δαμάζω). Ἀπό τό ἐπίθ. τιθασός (=ἥμερος) πού ἴσως παράγεται Ἀπό ρίζα θα- τοῦ θάω (=θηλάζω) μέ ἀναδιπλασιασμό. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιθασεία, τιθάσευμα, τιθάσευσις, τιθασευτής, τιθασευτικός, τιθασευτός, ἀτιθάσευτος.