τιτύσκομαι: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τῐτύσκομαι:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''τῐτύσκομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[устраивать]], [[приготовлять]]: τ. [[πῦρ]] Hom. разводить огонь;<br /><b class="num">2</b> [[запрягать]] (ἵππω ὑπ᾽ [[ὄχεσφι]] Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[метить]], [[целиться]]: τ. τινός τινι Hom. прицеливаться в кого-л. чем-л.; [[φώριον]] [[βλέμμα]] τ. τινος Anth. украдкой бросать на кого-л. взгляд; τ. φρεσί Hom. намечать, намереваться; τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]] Hom. направляемые по своему усмотрению корабли. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:50, 25 November 2022
English (LSJ)
Ep. Verb, used only in pres. and impf., combining the senses of the kindred Verbs τεύχω, τυγχάνω. I like τεύχω, make, make ready, prepare, τιτύσκετο πῦρ Il.21.342; ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο ἵππω he put two horses to the chariot, 8.41, 13.23:—later in Act. τιτύσκω, νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων B.5.49, cf. Antim.Fr.44, Arat.418, Lyc.1403, Max.279, Opp.H.2.99:—Pass., τιτύσκεται Aglaïas 25. II more freq., try to hit (τυχεῖν), aim, shoot, τινος at a person, τινι with a thing, Μηριόνης δ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρί Il. 13.159; ἐγχείῃ δ' αὐτοῖο τιτύσκετο 21.582, cf. 3.80, 11.350, etc.: abs., βάλλε τιτυσκόμενος Od.22.118; τιτύσκεσθαι καθ' ὅμιλον Il.13.498,560; ἄντα τιτύσκεσθαι aim straight before one, at a mark right opposite, Od.21.421, 22.266; of one unlocking a door, ἄντα τιτυσκομένη 21.48; χερσὶ τιτυσκόμενος, of a boxer, Theoc.22.88: c. acc. cogn., φώριον ἀλλήλων βλέμμα τιτυσκόμεθα cast stolen glances at each other, AP5.220 (Paul. Sil.). 2 metaph., φρεσὶ τιτύσκεσθαι aim at a thing in mind, i.e. purpose, design, c. inf., Il.13.558; of the Phaeacian ships, ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες Od.8.556. (From τι-τυχ-σκ- or τι-τυκ-σκ-.)
German (Pape)
[Seite 1121] ep. reduplleirte Form von τεύχω (nicht von τείνω), nur im praes. u. imperf. vorkommend; 1) machen, zurecht machen, bereiten; τιτύσκετο πῦρ, er machte sich Feuer an, Il. 21, 342; ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο ἵππω, er spannte sich beide Rosse an den Wagen, 8, 41. 13, 23. – Die alexandrinischen Dichter haben in dieser Bdtg auch das act. τιτύσκω, Arat. 418. 453; πάγην ὄρνισι, Opp. Hal. 2, 99; φόβον, Lycophr. 1403. – 2) zielen, mit Geschossen od. Wurfwaffen, τινός, auf Einen, Μηριόνης δ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρί, Il. 13, 159; ἐγχείῃ δ' αὐτοῖο τιτύσκετο, 21, 582; ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλλον, 3, 80; auch absolut, οὐδ' ἀφάμαρτε τιτυσκόμενος, 11, 350; μνηστήρων ἕνα γ' αἰεὶ βάλλε τιτυσκόμενος, Od. 22, 117; u. bes. ἄντα τιτυσκόμενος, gerade auf das gegenüberstehende Schußziel hinzielend, 21, 421. 22, 266. 24, 181; so auch mit dem ins Schlüsselloch gesteckten Schlüssel den Riegel zu treffen suchen, um ihn zurückzuschieben, 21, 48; die Waffe, mit der man zielt, steht im dat., δουρί, ἰοῖσι, λάεσσι, Il. 3, 80. 13, 159; ἐγχείῃ, 21, 582; das Ziel, wonach man zielt, steht im gen., 11, 350. 13, 159. 370. 21, 582; auch τιτύσκεσθαι καθ' ὅμιλον, 13, 498. 560; χερσὶ τιτυσκόμενος, Theocr. 22, 187; ungewöhnlich ist φώριον βλέμμα τιτύσκεσθαί τινος, einen verstohlenen Blick auf Einen werfen, Paul. Sil. 31 (V, 221). – Übertr., φρεσὶ τιτύσκεσθαι, mit den Gedanken zielen, im Sinne haben, bezwecken, c. inf., Il. 13, 558; ungew. von den Zauberschiffen der Phäaken, die ohne Steuer sich selbst richten u. lenken, ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες, Od. 8, 556.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 c. τεύχω : préparer : πῦρ IL du feu ; ὑπ’ ὄχεσφι ἵππω IL atteler deux chevaux à un char;
2 c. τυγχάνω : viser, chercher à atteindre : τινος δουρί IL chercher à frapper qqn de sa lance ; fig. φρεσί IL viser par la pensée, se proposer de, inf. ; p. anal. se diriger de soi-même au but en parl. d'un navire.
Étymologie: R. Τυχ, toucher le but, avec redoubl. ; cf. τεύχω, τυγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
τῐτύσκομαι:
1 устраивать, приготовлять: τ. πῦρ Hom. разводить огонь;
2 запрягать (ἵππω ὑπ᾽ ὄχεσφι Hom.);
3 метить, целиться: τ. τινός τινι Hom. прицеливаться в кого-л. чем-л.; φώριον βλέμμα τ. τινος Anth. украдкой бросать на кого-л. взгляд; τ. φρεσί Hom. намечать, намереваться; τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες Hom. направляемые по своему усмотрению корабли.
Greek (Liddell-Scott)
τῐτύσκομαι: Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνδυάζον τὰς σημασίας τῶν συγγενῶν ῥημάτων τεύχω, τυγχάνω· (ἴδε ἐν λ. τίκτω)· - ὅθεν, 1) ὡς τὸ τεύχω, κάμνω, παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, τιτύσκετο πῦρ, ἀνῆπτεν, Ἰλ. Φ. 342· ὑπ’ ὄχεσφι τιτύσκετο ἵππω, ὑπεζεύγνυε τοὺς ἵππους εἰς τὰ ἅρματα, Θ. 41., Ν. 23· - παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν ἐνεργ. τύπον τιτύσκω, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 26, Ἄρατ. 418, Λυκόφρ. 1403, Μάξιμ. π. καταρχ. 279, Ὀππ. Ἁλ. 2. 99. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς τὸ τυγχάνω, ἐπιτυγχάνω, σημαδεύω καὶ κτυπῶ, κλπ., τινὸς (ἐπὶ προσώπου), τινὶ (διά τινος πράγματος), Μηριόνης δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ Ἰλ. Ν. 159· ἐγχείῃ δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο Φ. 582, πρβλ. Γ. 80., Λ. 350, κλπ.· - ἀπολ., βάλλε τιτυσκόμενος Ὀδ. Χ. 118· τιτύσκεσθαι καθ’ ὅμιλον Ἰλ. Ν. 498, 560· ἄντα τιτυσκόμενος, καταστοχαζόμενος, σκοπεύων ἀκριβῶς κατέναντι, βάλλων πρὸς σημεῖον ἀκριβῶς ἀπέναντι, Ὀδ. Φ. 421., Χ. 266· οὕτως ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος νὰ βάλῃ τὴν κλεῖδα εἰς τὸ κλεῖθρον, ἄντα τιτυσκομένη Φ. 48· - ὡσαύτως, χερσὶ τιτυσκόμενος, ἐπὶ πύκτου, Θεόκρ. 22. 88· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., φώριον βλέμμα τιτύκεσθαί τινος, ῥίπτειν λαθραῖον βλέμμα πρός τινα, Ἀνθ. Π. 5. 221. 2) μεταφορ., φρεσὶ τιτύσκομαι, «σκοπεύω» τι κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, σχεδιάζω, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 558· οὕτως ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες Ὀδ. Θ. 556.
English (Autenrieth)
(root τυκ, τυχεῖν), ipf. τιτύσκετο: (1) lit., try to hit, hence aim; ἄντα, ‘straight before one,’ Od. 21.48 ; τινός, ‘at something’; met., of purpose, design, φρεσί, Ν, Od. 8.556.—(2) try to get, hence make ready, prepare; πῦρ, ἵππους ὑπ' ὄχεσφι, ‘couple,’ ‘put to,’ Il. 8.41.
Greek Monolingual
στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α
(επικ. τ.)
1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.
β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.)
2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία
β) (για πυγμάχο) χτυπώ εύστοχα τον αντίπαλό μου («αὐτὰρ ὅγ' ἐν θυμῷ κεχολωμένος ἵετο πρόσσω, χερσὶ τιτυσκόμενος», Θεόκρ.)
γ) (γενικά) επιτυγχάνω σε μια προσπάθειά μου
δ) ρίχνω, κατευθύνω κάτι προς το μέρος κάποιου («φώριον ἀλλήλων βλέμμα τιτυσκόμεθα;», Ανθ. Παλ.)
3. φρ. α) «φρεσὶ τιτύσκομαι»
(με απρμφ.) έχω κατά νου, σκοπεύω να κάνω κάτι (Ομ. Ιλ.)
β) «ἄντα τιτυσκόμενος» — σκοπεύοντας ακριβώς απέναντι (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. τ. σχηματισμένος με διπλασιασμό τι- και επίθημα -σκω (πρβλ. διδάσκω) από το θ. τυχ- του τυγχάνω (< αμάρτυρο τ. τι-τύχ-σκομαι, από όπου η σημ. «σημαδεύω με επιτυχία, επιτυγχάνω»). Το ρ., ωστόσο, θα μπορούσε να αναχθεί και σε αρχικό τ. τι-τύκ-σκομαι (< θ. τυκ- του αορ. τε-τυκ-εῖν του ρ. τεύχω, από όπου η σημ. «παρασκευάζω, ετοιμάζω»). Για την ετυμολ. σχέση ανάμεσα στα ρ. τυγχάνω και τεύχω, βλ. τα αντίστοιχα λ.].
Greek Monotonic
τῐτύσκομαι: χρησιμ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. συνδυάζοντας τις σημασίες των συγγενών ρημάτων τεύχω, τυγχάνω·
I. όπως το τεύχω, κάνω, παρασκευάζω, ετοιμάζω, τιτύσκετο πῦρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο ἵππω, τοποθέτησε δύο άλογα στο άρμα, στο ίδ.
II. 1. όπως το τυγχάνω, επιτυγχάνω, σημαδεύω, τινος (λέγεται για πρόσωπο), στο ίδ.· απόλ., βάλλε τιτυσκόμενος, σε Ομήρ. Οδ.· ἄντα τιτύκεσκεσθαι, στοχεύοντας στο σημείο ακριβώς απέναντι, στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για κάποιον που προσπαθεί να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, ἄντατιτυσκομένη, στο ίδ.
2. μεταφ., φρεσὶ τιτύσκεσθαι, σκοπεύω να κάνω κάτι, δηλ. σχεδιάζω, με απαρ., σε Όμηρ.
Middle Liddell
τῐτύσκομαι, only in pres. and imperf.] [combines the senses of τεύχω, τυγχάνω
I. like τεύχω, to make, make ready, prepare, τιτύσκετο πῦρ Il.; ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο ἵππω he put two horses to the chariot, Il.
II. like τυγχάνω, to aim, shoot, τινός at a person, Il.:—absol., βάλλε τιτυσκόμενος Od.; ἄντα τιτύσκεσθαι to aim at a mark right opposite, Od.; so, of one putting a key into a lock, ἄντα τιτυσκομένη Od.
2. metaph., φρεσὶ τιτύσκεσθαι to aim at doing a thing, i. e. to purpose, design, c. inf., Hom.
Frisk Etymology German
τιτύσκομαι: {titúskomai}
Forms: nur Präs. u. Ipf.
Grammar: v.
Meaning: 1. zielen, mit Waffen u.a., auch mit Gedanken hinzielen, streben (Hom., Theok., AP); 2. zurecht machen, bereiten, anschirren (Il.), in dieser Bed. nachhom. -ύσκω (B., Arat., Lyk. u.a.).
Derivative: Daneben τετύσκετο· κατεσκευάζετο, τετύσκων· ἐμφανίζων H. (zur ε-Redupl. Schwyzer 710; vgl. noch τετυκεῖν, -έσθαι s. τεύχω).
Etymology: Redupliziertes σκ-Präsens, aus *τιτυχσκομαι (τιτυκ-?) zu τεύχω, τυγχάνω. Specht KZ 61, 281 erwägt urspr. *τυτυ- (mit Dissimilation); nicht glaubhaft. Zum Gebrauch bei Hom. Trümpy Fachausdrücke 1 1 0 f.
Page 2,906