ἀνέφελος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνέφελος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[безоблачный]] ([[αἴθρη]] Hom. - с ᾱν; [[ἀήρ]] Arst.; [[νύξ]] Plut.): ἐξ ἀνεφέλου Plut. с безоблачного неба;<br /><b class="num">2)</b> [[неприкрытый]], [[явный]] ([[κακόν]] Soph.).
|elrutext='''ἀνέφελος:'''<br /><b class="num">1</b> [[безоблачный]] ([[αἴθρη]] Hom. - с ᾱν; [[ἀήρ]] Arst.; [[νύξ]] Plut.): ἐξ ἀνεφέλου Plut. с безоблачного неба;<br /><b class="num">2</b> [[неприкрытый]], [[явный]] ([[κακόν]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέφελος Medium diacritics: ἀνέφελος Low diacritics: ανέφελος Capitals: ΑΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: anéphelos Transliteration B: anephelos Transliteration C: anefelos Beta Code: a)ne/felos

English (LSJ)

ον, unclouded, cloudless, αἴθήρ Od.6.45; ἀήρ Arist.Mu. 394a23; νύξ Plu.Arat.21, etc.: metaph., not to be veiled or hidden, κακόν S.El.1246 (lyr.). (ἀνν. is v.l. in Arat.415, etc.; Eust.945.4 has also the form ἀνεφής, ές.)

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀννέφελος Nonn. v. infra
1 que no tiene nubes, despejado αἴθρη Od.6.45, ἀήρ Arist.Mu.394a23, νύξ Plu.Arat.21, ὀμίχλη Nonn.D.33.267.
2 no oculto por las nubes φανήμεναι ... ἄστρον ... ἀνέφελον Arat.415, ἀννεφέλων ἐπὶ λέκτρων Nonn.D.7.347
fig. no oculto, manifiesto κακόν S.El.1246.

German (Pape)

[Seite 227] unbewölkt, wolkenleer, αἴθρη Od. 6, 45; übertr., unverhüllt, offen, κακόν Soph. El. 1258; νύξ Plut. Arat. 21. [Ep. α].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans nuage, serein;
2 fig. non voilé, qui ne peut être voilé, éclatant.
Étymologie: , νεφέλη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέφελος:
1 безоблачный (αἴθρη Hom. - с ᾱν; ἀήρ Arst.; νύξ Plut.): ἐξ ἀνεφέλου Plut. с безоблачного неба;
2 неприкрытый, явный (κακόν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέφελος: -ον, ὁ ἄνευ νεφελῶν, αἴθρη Ὀδ. Ζ. 45˙ ἀὴρ Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4˙ νὺξ Πλουτ. Ἄρατ. 21, κτλ.: μεταφ., ὁ μὴ καλυπτόμενος, φανερός, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246. Τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἀννέφ- ὡς Ἐπ. τύπ. ἐν Ὁμ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄρατ. 415, κτλ. Ὁ Εὐστ. 945. 4, ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνεφής, ές.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέφελος, -ον)
ασυννέφιαστος, ξάστερος
νεοελλ.
μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος
αρχ.
μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός.

Greek Monotonic

ἀνέφελος: -ον (νεφέλη), ασυννέφιαστος, αίθριος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., μη καλυμμένος, φανερός, σε Σοφ.

Middle Liddell

νεφέλη
unclouded, cloudless, Od.: metaph. not to be veiled or concealed, Soph.