ἀπαμβλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπαμβλίσκω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[преждевременно рожать]] (ἐκ τῆς ταραχῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[преждевременно сбрасывать]] (καρπούς Plut.).
|elrutext='''ἀπαμβλίσκω:'''<br /><b class="num">1</b> [[преждевременно рожать]] (ἐκ τῆς ταραχῆς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[преждевременно сбрасывать]] (καρπούς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμβλίσκω Medium diacritics: ἀπαμβλίσκω Low diacritics: απαμβλίσκω Capitals: ΑΠΑΜΒΛΙΣΚΩ
Transliteration A: apamblískō Transliteration B: apambliskō Transliteration C: apamvlisko Beta Code: a)pambli/skw

English (LSJ)

A make abortive, καρπούς produce abortive fruit, Plu. Arat.32. II intr., miscarry, aor. ἀπήμβλωσε, Id.Pomp.53.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀπήμβλωσε Plu.Pomp.53]
1 malograr καρπούς Plu.Arat.32.
2 intr. abortar Plu.Pomp.53.

German (Pape)

[Seite 277] (s. ἀμβλίσκω), eine Fehlgeburt thun, ἀπήμβλωσε Plut. Pomp. 53; δένδρα ποιεῖ ἄφορα καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν Arat. 32, bewirkt, daß die Bäume nicht tragen und die Früchte, die sie angesetzt haben, vor der Reise verlieren.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαμβλώσω, ao. ἀπήμβλωσα;
1 avorter;
2 faire tomber les fruits avant leur maturité.
Étymologie: ἀπό, ἀμβλόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαμβλίσκω:
1 преждевременно рожать (ἐκ τῆς ταραχῆς Plut.);
2 преждевременно сбрасывать (καρπούς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμβλίσκω: καθιστῶ τι ἀτελεσφόρητον, καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν «ἀτελεσφορήτους ποιεῖν. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἀπαμβλισκουσῶν γυναικῶν· καρποὺς δὲ τοὺς σιτικοὺς λέγει ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὰ δένδρα» (Σημ. Κοραῆ), Πλουτ. Ἄρατ. 32. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ γυναικός, ἀποβάλλω, κάμνω ἀποβολήν: ἀόρ. ἀπήμβλωσε, ὁ αὐτ. Πομπ. 53.

Greek Monolingual

ἀπαμβλίσκω (Α)
1. κάνω κάτι να μη τελεσφορήσει, να μη καρποφορήσει
2. (αμτβ.) (για γυναίκα) κάνω αποβολή, αποβάλλω.

Greek Monotonic

ἀπαμβλίσκω: μέλ. -αμβλώσω, αόρ. αʹ -ήμβλωσα·
I. εμποδίζω κάτι να τελεσφορήσει, καθιστώ κάτι ατελέσφορο, άγονο (μεταφ., από τις γυναίκες που αποβάλλουν κατά την κύηση), σε Πλούτ.
II. αμτβ., αποβάλλω το έμβρυο κατά την κύηση, ατυχώ ως προς την έκβαση της εγκυμοσύνης, στον ίδ.

Middle Liddell


I. to make abortive, Plut.
II. intr. to miscarry, Plut.