ἀπόλυσις: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπόλῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀπόλῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[освобождение]], [[отпущение на свободу]] (sc. τῶν κατῃτιαμένων Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[освобождение]], [[избавление]] (πόνων καὶ κακῶν Plut.): ἀ. τοῦ θανάτου Her. отмена смертного приговора;<br /><b class="num">3</b> [[разделение]], [[отделение]]: ψυχῆς ἀ. Arst. кончина, смерть;<br /><b class="num">4</b> [[отбытие]], [[уход]], [[отъезд]] (κατὰ τὸν ἰσθμόν Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:50, 25 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A loosing, e.g. of a bandage or cord, Hp.Fract.10, Hero Aut.2.9. 2 release, deliverance, Pl.Cra.405b, Plb.33.1.5: c. gen., κατὰ τὴν ἀ. τοῦ θανὰτου as far as acquittal from a capital charge went, Hdt.6.136; ἀ. κακῶν θάνατος Plu.Arat.54; ἀ. πένθους end of mourning, OGI56.53 (Canopus). 3 getting rid of a disease, Hp.Coac.378, etc. 4 spell for releasing a divine being, PMag.Par.1.1056, al. II (from Pass.) separation, parting, Arist.GA718a14; τῆς ψυχῆς Id.R.479a22: abs., decease, death, Thphr.HP9.16.8, Lycon ap. D.L.5.71; ἀ. ποιεῖσθαι to take one's departure, of an army, Plb.3.69.10.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. ἀπόλοι- PCair.Isidor.80.12 (III d.C.), 104.27 (III d.C.)
I acción de soltar o desatar ἀ. τῶν ὀθονίων cambio de vendajes Hp.Fract.10, σπάρτου Hero Aut.2.9.
II 1eyaculación del semen, Arist.GA 718a14.
2 liberación Pl.Cra.405b, de unos prisioneros, Plb.33.1.5, ταῖς ὁρμαῖς ἀπόλυσιν πορίζειν Plu.2.1045b, c. gen. obj. τοῦ θανάτου de la pena capital Hdt.6.136, πένθους OGI 56.53 (Canopo III a.C.), ἀ. κακῶν θάνατος Plu.Arat.54, προσκομμάτων Plu.2.1048c, ψυχῆς Ph.1.613, ἁμαρτημάτων καὶ παρανομημάτων Ph.2.244
•medic. resolución e.e. curación de una enfermedad, Hp.Coac.378
•milit. relevo, licenciamiento, PCair.Isidor.80.12 (III d.C.)
•jur. renuncia, dejación μετὰ τῆς ἀπολοίσεώς μωυ ἥμισι (sic) μέρους PCair.Isidor.104.27 (III d.C.).
3 hechizo para liberar a un ser divino PMag.4.1056.
4 gram. τὸ κατ' ἀπόλλυσιν el (pronombre) absoluto A.D.Pron.46.17, 81.25, Adu.172.12.
III 1partida de un ejército εἰς τὴν ἑαυτῶν παρεμβολήν Plb.3.69.10, de un pueblo εἰς τὰ ἴδια hacia su patria LXX 3Ma.6.37.
2 fig. c. gen. ἀ. ψυχῆς muerte Arist.Iuu.479a22, tb. ἀ. τοῦ βίου Apollod.Hist.47, en lit. crist. τῶν λυχνικῶν ἀ. momento en que se apagan las velas Cyr.S.V.Sab.60 (p.161)
•día final, octava de una festividad, Anon.Mirac.Thecl.33.2.
German (Pape)
[Seite 313] ἡ, die Ablösung, Befreiung, Plat. Crat. 405 b; Freisprechung, τοῦ θανάτου Her. 6, 136; νουσημάτων, das Nachlassen der Krankheiten, Hippocr.; Entlassung der Gefangenen, Pol. 33, 1; ἀπόλυσιν ποιεῖσθαι, weggehen, 5, 69 u. öfter. Vgl. ἀπολύειν.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acquittement, action de se libérer.
Étymologie: ἀπολύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόλῠσις: εως ἡ
1 освобождение, отпущение на свободу (sc. τῶν κατῃτιαμένων Polyb.);
2 освобождение, избавление (πόνων καὶ κακῶν Plut.): ἀ. τοῦ θανάτου Her. отмена смертного приговора;
3 разделение, отделение: ψυχῆς ἀ. Arst. кончина, смерть;
4 отбытие, уход, отъезд (κατὰ τὸν ἰσθμόν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλῠσις: -εως, ἡ, λύσιμον, π.χ. ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 759. 2) ἀπόλυσις, ἀπελευθέρωσις, ἀπολύτρωσις, Πλάτ. Κρατ. 405Β· μετὰ γεν., προσγενομένου δὲ τοῦ δήμου αὐτῷ κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου, ζημιώσαντος δὲ κτλ., βοηθήσαντος δὲ αὐτῷ τοῦ δήμου ὡς πρὸς τὴν ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ ἐκ τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἐπιβαλόντος δὲ πρόστιμον κτλ., Ἡρόδ. 6. 136· ἀπ. κακῶν θάνατος Πλουτ. Ἄρατ. 54. 3) ἀπαλλαγαὶ ἀπὸ ἀσθενείας, Ἱππ. 178C, κτλ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀποχωρισμός, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 6, 4, κ. ἀλλ.· ἀναίσθητος ἡ τῆς ψυχῆς ἀπόλυσις γίνεται [τοῖς γέρουσι] παντελῶς ὁ αὐτὸς περὶ Ἁναπν 17. 8· καὶ ἀπολ., θάνατος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 8· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπέρχεσθαι, Πολύβ. 3. 69, 10.
Greek Monotonic
ἀπόλῠσις: -εως, ἡ (ἀπολύω), απελευθέρωση, απολύτρωση, απαλλαγή, ανακούφιση από κάτι, με γεν., σε Πλούτ.· κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου, αθώωση, απαλαγή από τη θανατική ποινή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀπολύω
release, deliverance from a thing, c. gen., Plut.; κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου so far as acquittal from a capital charge went, Hdt.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ fórmula de liberación de un ser superior ἐὰν δὲ εἴπῃ, ἀπόλυε αὐτὸν τῇ ἀπολύσει si te habla, déjalo libre con la fórmula de liberación P IV 233 ἅμα εὐθὺ λέγων ἀπόλυσιν recitando al mismo tiempo la fórmula de liberación P IV 1056 ἀ. τοῦ κυριακοῦ liberación del señor P IV 916 P III 257 P III 278 (fr. lac.) P IV 83 P IV 1057 P IV 1065 P IV 3118 P V 41 P VII 333 P VII 738 P LXII 36