ἐμπεριπατέω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμπεριπᾰτέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[прохаживаться]], [[прогуливаться]] (χρυσοῖς ἐμβάταις Luc.; ἔν [[τισιν]] NT);<br /><b class="num">2)</b> перен. (насчет кого-л.) прохаживаться, высмеивать (τινι Plut.).
|elrutext='''ἐμπεριπᾰτέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[прохаживаться]], [[прогуливаться]] (χρυσοῖς ἐμβάταις Luc.; ἔν [[τισιν]] NT);<br /><b class="num">2</b> перен. (насчет кого-л.) прохаживаться, высмеивать (τινι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριπᾰτέω Medium diacritics: ἐμπεριπατέω Low diacritics: εμπεριπατέω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΠΑΤΕΩ
Transliteration A: emperipatéō Transliteration B: emperipateō Transliteration C: emperipateo Beta Code: e)mperipate/w

English (LSJ)

A walk about in, (ἐμβάταις) Luc.Ind.6; μέσοις τοῖς ἁγίοις J.BJ4.3.10: metaph., ταῖς διανοίαις Ph.1.643, cf. 274; ἐ. ἐν ὑμῖν tarry among you, LXX Le.26.12, cf. 2 Ep.Cor.6.16: abs., walk about, ἅμα τῷ συμποσίῳ Luc.Symp.13: c. acc. cogn., ἐ. διαύλους τινάς walk several times to and fro, Ach.Tat.1.6. II walk about upon, τὴν ὑπ' οὐρανόν (sc. γῆν) LXX Jb.1.7, al.; trample on, PHolm.18.30: metaph., insult, τινί Plu.2.57a.

Spanish (DGE)

I intr.
1 pasear, pasearse gener. c. dat. ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν θηλείαις εὔψυχος LXX Pr.30.31, μέσοις τοῖς ἁγίοις I.BI 4.183, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ paseando al mismo tiempo por la sala Luc.Symp.13, τῷ κόσμῳ Manes 107.12
caminar, andar c. dat. instrum. χρυσοὺς ἐμβάτας, οἷς μόλις ἄν τις ... ἐμπεριπατήσειεν Luc.Ind.6
fig. en cont. de lengua divagar περὶ τούτου Tz.Comm.Ar.3.972.5.
2 deambular, vagar de aquí para allá c. ac. int. ἐ. διαύλους τινάς Ach.Tat.1.6.6
c. prep. y dat. ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν deambularé, e.e., habitaré entre vosotros LXX Le.26.12, cf. 2Ep.Cor.6.16
fig. ταῖς διανοίαις Ph.1.643, cf. 274.
3 patear sobre, fig. c. dat. de pers. fustigar, machacar τῷ Βίαντι Plu.2.57a.
II tr.
1 recorrer, pasear por ἐμπεριπατήσας τὴν ὑπ' οὐρανόν (γῆν) πάρειμι LXX Ib.1.7.
2 pisar, pisotear las hojas del glasto PHolm.109
fig. pisotear, anular ἐμπεριπατήσας (Χριστός) τὴν ἀντικειμένην ἅπασαν δύναμιν habiendo pisoteado (Cristo) toda fuerza antagónica Eus.DE 9.7 (p.419).

German (Pape)

[Seite 812] 1) darauf herumgehen; Hel. 2, 32; ἐμβάταις Luc. adv. indoct. 6; τῷ συμποσίῳ, beim Mahle, conv. 13; ἔν τισι, unter, N. T. – 2) auf Einem herumtreten, ihn verhöhnen, insultare, Plut. adul. et am. discr. 20, vgl. vit. pud. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se promener dans, τινι;
2 fig. insulter, τινι.
Étymologie: ἐν, περιπατέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεριπᾰτέω:
1 прохаживаться, прогуливаться (χρυσοῖς ἐμβάταις Luc.; ἔν τισιν NT);
2 перен. (насчет кого-л.) прохаживаться, высмеивать (τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριπατέω: περιπατῶ, περιέρχομαι μέ..., ὠνούμενος χρυσοῦς ἐμβάτας, οἷς μόλις ἄν τις καὶ ἀρτίπους ἐμπεριπατήσειεν, μὲ τοὺς ὁποίους μόλις θὰ ἠδύνατο νὰ περιπατήσῃ καὶ ὁ ἔχων ἀρτίους τοὺς πόδας, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6, πρβλ. 10· ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν, θὰ παραμείνω μεταξὺ ὑμῶν, Ἑβδ. (Λευϊτ. Κϛ΄, 12), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ϛ΄, 15· - ἀπολ., περιπατῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ, περιπατῶν συγχρόνως ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμποσίου, Λουκ. Συμπόσ. 13· μετὰ συστοίχου αἰτ., καί τινας ἐμπεριπατήσας διαύλους... ἀπῄειν, ἀφοῦ ἔκαμα μερικοὺς γύρους... ἀνεχώρησα, Ἀχιλλεὺς Τάτ. 1 6. ΙΙ. περιέρχομαι περιπατῶν τόπον τινά, ἐμπεριπατήσας τὴν γῆν Ἑβδ. (Ἰὼβ Α΄, 7)· μεταφ., χλευάζω, ὑβρίζω, Λατ. insultare, ἐμπεριπατῶν τῷ Βίαντι καὶ κατορχούμενος τῆς ἀναισθησίας αὐτοῦ τοῖς ἐπαίνοις Πλούτ. 2. 57Α, ἔνθα ἴδε Wyttenb.

English (Strong)

from ἐν and περιπατέω; to perambulate on a place, i.e. (figuratively) to be occupied among persons: walk in.

English (Thayer)

(T WH ἐνπεριπατέω, see ἐν, III:3), ἐμπεριπάτω: future ἐμπεριπατήσω; to go about in, walk in: ἐν τισί, among persons, Philo, Plutarch), Lucian, Achilles Tatius, others.)

Greek Monotonic

ἐμπεριπᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἐν), περπατώ, περιπλανιέμαι ανάμεσα, σε Λουκ.· απόλ., κάνω περίπατο, σουλατσάρω, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω [ἐν]
to walk about in, Luc.:— absol. to walk about, Luc.

Chinese

原文音譯:™mperipatšw 恩-胚里-爬帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在內-周圍-踩
字義溯源:在其間來往,來去移動;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(περιπατέω)=走遍)組成;而 (περιπατέω)又由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(πατέω)*=踐踏)組成,其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 在其間來往(1) 林後6:16