ἐπισκώπτω: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπισκώπτω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐπισκώπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[высмеивать]], [[осмеивать]], [[вышучивать]] (τινά Xen., Plat., Plut., τι Xen. и τινὰ εἴς τι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[шутить]], [[балагурить]] (ἐγκρούειν καὶ ἐ. καὶ παίζειν καὶ χλευάζειν Arph.): ἔφη ἐπισκώπτων Xen. (Сократ) в шутку сказал. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:20, 25 November 2022
English (LSJ)
A laugh at, make fun of, τινά X.Mem.4.4.6; τι ib.3.11.16; τινὰ ὡς... ὅτι . ., Pl.Euthphr.11c, X.Smp.1.5; εἴς τι Plu.Lyc.30; cast in one's teeth, τινὶ τὴν δεισιδαιμονίαν J.Ap.1.22:—Pass., πρός τινων Gal.6.307. 2. abs., jest, make fun, Ar.Ra.375; ἔφη ἐπισκώπτων X.Mem.1.3.7.
German (Pape)
[Seite 980] dabei scherzen, spotten, verbunden mit παίζω u. χλευάζω, Ar. Ran. 375; ἔφη ἐπισκώπτων, indem er scherzend hinzufügte, Xen. Mem. 1, 3, 7; verspotten, necken, τινά, Plat. Euthyph. 11 c; Xen. Mem. 4, 4, 6 u. Sp., wie Plut. Them. 5; τί, sich über Etwas lustig machen, Xen. Mem. 3, 11, 16, wie Luc. conscr. hist. 32; εἴς τι, auf Etwas, Plut. Lyc. 30.
French (Bailly abrégé)
se moquer, railler : τινα se moquer de qqn ; τι, εἴς τι de qch.
Étymologie: ἐπί, σκώπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκώπτω:
1 высмеивать, осмеивать, вышучивать (τινά Xen., Plat., Plut., τι Xen. и τινὰ εἴς τι Plut.);
2 шутить, балагурить (ἐγκρούειν καὶ ἐ. καὶ παίζειν καὶ χλευάζειν Arph.): ἔφη ἐπισκώπτων Xen. (Сократ) в шутку сказал.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκώπτω: σκώπτω ἐπί τινι, ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, τινὰ Πλάτ. Εὐθύφρων 11C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 6· τι αὐτόθι 3. 11, 16, Συμπ. 1, 5, καὶ συχν. ὡς διάφ. γραφ. ἐπικόπτω· εἴς τι Πλουτ. Λυκόφρ. 30. 2) ἀπολ., παιδιᾷ χρῶμαι, παίζω, ἀστεΐζομαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 375· ἔφη ἐπισκώπτων Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7.
Greek Monolingual
ἐπισκώπτω (Α)
1. κοροϊδεύω, περιγελώ
2. παίζω, κάνω αστεία («χώρει... εἰς τοὺς εὐανθεῖς κόλπους... κἀπισκώπτων καὶ παίζων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκώπτω «εμπαίζω, κοροϊδεύω»].
Greek Monotonic
ἐπισκώπτω: μέλ. -ψω, περιγελώ, ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω, εμπαίζω, περιπαίζω, τινά, σε Πλάτ., Ξεν.· απόλ., αστειεύομαι, «παίρνω στο ψιλό», κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.· ἐπισκώπτων, αστειευόμενος, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ψω
to laugh at, quiz, make game of, τινά Plat., Xen.:—absol. to joke, make fun, Ar.; ἐπισκώπτων jestingly, Xen.