ἑρματίζω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑρμᾰτίζω:''' [[ἕρμα]] I]<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἑρμᾰτίζω:''' [[ἕρμα]] I]<br /><b class="num">1</b> тж. med. подпирать, удерживать в равновесии, делать устойчивым (ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plut.);<br /><b class="num">2</b> med. [[брать себе в качестве груза]] (τινὰ εἰς οἴκους Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:35, 25 November 2022
English (LSJ)
A = ἑρμάζω, support by means of a sling, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Hp.Fract.23. II (ἕρμα 1.4) steady as by ballast, ἑ. ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plu.2.967b:—Med., ballast themselves, λιθιδίοις ib.979b: —Pass., τοῖς ἀξιολόγοις ἀγαθοῖς ἡρματίσθαι Phld.Mort.18. 2 trans. in Med., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται they take brides into their houses as ballast, E.Fr.402.8, cf. Lyc.1319.
German (Pape)
[Seite 1032] = ἑρμάζω, feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν ἀκρωτήριον, ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ παραφέρεσθαι μικροῖς λιθιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. ἕρμα); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ἡρμάτισμαι;
1 étayer, soutenir;
2 lester;
Moy. ἑρματίζομαι se lester.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμᾰτίζω: ἕρμα I]
1 тж. med. подпирать, удерживать в равновесии, делать устойчивым (ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plut.);
2 med. брать себе в качестве груза (τινὰ εἰς οἴκους Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμᾰτίζω: ἑρμάζω, ὑποστηρίζω διὰ χειρογραφικὴς ἀρτάνης, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Ἱππ. π. Ἀγμ. 766. ΙΙ. ἐπιθέτω ἕρμα, σαβοῦρραν (ἕρμα 1. 5), ἑρμ. ἑαυτοὺς λιδιθίοις Πλούτ. 2. 967Β. ― Μέσ., ἑρματίζω, ἐμαυτόν, ἱσορροπῶ, λιδιθίοις αὐτόθ. 979D· ἀλλὰ μεταβ., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται, παραλαμβάνουσι νύμφας εἰς τὰς οἰκίας των ὡς ἑρμα. Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 8, πρβλ. Λυκόφρ. 1319.
Greek Monolingual
(AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) έρμα
τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο
αρχ.
1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)
2. μέσ. ἑρματίζομαι
α) ισορροπῶ
β) παίρνω κάτι ως στήριγμα.