ἐρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρωτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[любовный]], [[вызванный любовью]] ([[λύπη]] Thuc.; [[μανία]] Plat.; [[ἐπιθυμία]] Arst.): ἐρωτικὴ [[ξυντυχία]] Thuc. любовное приключение;<br /><b class="num">2)</b> [[посвященный любви]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[преисполненный любви]], [[влюбленный]], [[любящий]] (νέοι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[сведущий в вопросах любви]] Plat., Xen.;<br /><b class="num">5)</b> [[испытывающий влечение]], [[стремящийся]], [[склонный]] (πρός τι Plut. и περί τι Luc.).
|elrutext='''ἐρωτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[любовный]], [[вызванный любовью]] ([[λύπη]] Thuc.; [[μανία]] Plat.; [[ἐπιθυμία]] Arst.): ἐρωτικὴ [[ξυντυχία]] Thuc. любовное приключение;<br /><b class="num">2</b> [[посвященный любви]] ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[преисполненный любви]], [[влюбленный]], [[любящий]] (νέοι Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[сведущий в вопросах любви]] Plat., Xen.;<br /><b class="num">5</b> [[испытывающий влечение]], [[стремящийся]], [[склонный]] (πρός τι Plut. и περί τι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:37, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτικός Medium diacritics: ἐρωτικός Low diacritics: ερωτικός Capitals: ΕΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: erōtikós Transliteration B: erōtikos Transliteration C: erotikos Beta Code: e)rwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A of or caused by love, ὀργή, λύπη, Th.6.57,59; ἐρωτικὴ ξυντυχία = a love-affair, ib.54; ἐρωτικὸς λόγος = a discourse on love, Pl.Phdr. 227c; ἐρωτικὸν μέλος = a love song, Bion 2.2; περὶ ἐρωτικὴν αἰτίαν Arist.Pol.1303b22; ἐρωτικὴ ἀρετή Phld.D.3Fr.76; ἐρωτικαὶ δυνάμεις Ph.2.481; δεινὸς περὶ τὰ ἐρωτικά Pl.Smp.193e, al.; τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς ἔνοχος Plu.Cim. 4; also, = Ἐρωτίδια, Plu.2.748f; ἡ ἐρωτική (sc. φιλία), Arist.EN1164a3.
II of persons, amorous, Pl.R.474d, Arist.EN1156b1, Theoc. 14.61, etc.; περὶ τὰ εὐμορφότατα Luc.Dom.2: Comp. ἐρωτικώτερος X. Smp.4.62: generally,
A fond of a thing, πρὸς χρυσίον Plu.Dem.25; τὰ τοῦ σώματος ἐρωτικὰ πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν = the cravings of the body, Pl.Smp.186c. Adv. ἐρωτικῶς, περιαλγήσας Th.6.54; ἐ. μεταχειρίζεσθαί τινα Lys.Fr.1.5; ἐρωτικῶς διατίθεσθαι Pl.Smp.207b; ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ Σωκράτους ib.222c; τοῦ ποιεῖν τι X.Cyr.3.3.12: Sup. ἐρωτικώτατα, ἔχειν τοῦ ἔργου Id.Hier.1.21.

German (Pape)

[Seite 1041] zur Liebe gehörig, die Liebe betreffend, ὀργὴ ἐρ., Liebeszorn, Thuc. 6, 57; λύπη, ibd. 59; μανία, Plat. Phaedr. 265 b; τέχνη, 275 a; oft τὰ ἐρωτικά, Liebeshändel, Liebe, auch Begierde, Conv. 186 c; ἀνὴρ ἐρωτικός, Phaedr. 248 d, der sich auf die Liebe versteht, wie Xen. Hem. 2, 6, 28; οἱ νέοι ἐρωτικοί, zur Liebe geneigt, ihr ergeben, verliebt, Arist. Eth. 8, 3; τοῦτο ἥκιστα ἐρωτικὸν εἴρηκας, für einen Liebhaber passend, Luc. Scyth. 5; πρὸς τὸ χρυσίον, nach Golde lüstern, Plut. Dem. 25, wie περί τι, Luc. dom. 2. – Bei Plut. Amator. 1 ist τὰ ἐρωτικά = ἐρωτίδια. – Adv. ἐρωτικῶς, z. B. περιαλγεῖν, wie ein Liebhaber, Thuc. 6, 54; ἔχειν τινός, Neigung zu Etwas haben, Plat. Conv. 222 c; Xen. Cyr. 3, 3, 12; ἐρωτικώτατά τινος ἔχειν Hier. 1, 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l'amour, d’amour;
2 qui convient à un amant ou à un amoureux;
3 porté à l'amour, de complexion amoureuse;
4 p. ext. avide de, passionné pour : πρός τι, περί τι, pour qch;
Cp. ἐρωτικώτερος.
Étymologie: ἔρως.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτικός:
1 любовный, вызванный любовью (λύπη Thuc.; μανία Plat.; ἐπιθυμία Arst.): ἐρωτικὴ ξυντυχία Thuc. любовное приключение;
2 посвященный любви (λόγος Plat.);
3 преисполненный любви, влюбленный, любящий (νέοι Arst.);
4 сведущий в вопросах любви Plat., Xen.;
5 испытывающий влечение, стремящийся, склонный (πρός τι Plut. и περί τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἔρωτα ἢ προεχόμενος ἐξ ἔρωτος, ὀργή, λύπη Θουκ. 6. 57, 59· ἐρ. ξυντυχία. ἐρωτικὴ ὑπόθεσις, αὐτόθι 54· ἐρ. λόγος, λόγος περὶ ἔρωτος, Πλάτ. Φαῖδρ. 227C· ἐρ. μέλος, ᾆσμα ἐρωτ., Βίων 15. 2· περὶ ἐρ. αἰτίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 1· τὰ ἐρωτικά, ἐρωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Συμπ. 186C, 193Ε, κ. ἀλλ.· τὰ ἐρ. περὶ γυναῖκας Πλουτ. Κίμ. 4· ὡσαύτως, = Ἐρωτίδια Πλούταρχ. 2.748F· ἡ ἐρωτική, = τὰ ἐρωτικὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔκδοτος εἰς ἔρωτα, Πλάτ. Πολ. 474D, κ. ἀλλ.· συγκρ. -ώτερος Ξεν. Συμπ. 4. 62· καθόλου, ἔχων ἔρωτα, τρέφων πόθον, πρός τι Πλουτ. Δημοσθ. 25. - Ἐπιρρ. -κῶς Θουκ. 6. 54· ἐρ. μεταχειρίζεσθαί τινα Λυσ. Ἀποσπ. 2· ἐρ. διατίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 207Β· ἐρ. ἔχειν τινός, ἔχειν ἔρωτα πρός τινα, αὐτόθι 222C· ἐρωτικῶς ἔχειν… τοῦ ποιεῖν τι, ἐπιθυμεῖν σφοδρῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη»)
2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή»)
3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται
μσν.
όμορφος, ευχάριστος στις αισθήσεις
2. ποθητός
3. ερωτευμένος
4. αγαπημένος
5. α) το αρσ. ως ουσ.ἐρωτικός
ο εραστής
β) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτική
η ερωμένη, η αγαπημένη
αρχ.-μσν.
1. αυτός που επιθυμεί ζωηρά κάτι
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐρωτικά
ζητήματα σχετικά με τον έρωτα, ερωτικές υποθέσεις.
επίρρ...
ερωτικώς και ερωτικά
(AM ἐρωτικῶς)
1. με ερωτικό τρόπο
2. με ερωτική διάθεση
αρχ.
φρ. «ἐρωτικῶς ἔχω τινός»
α) έχω ερωτική σχέση με κάποιον
β) (με απαρμφ.) επιθυμώ σφοδρά να κάνω κάτι («ἐρωτικῶς ἔχειν τοῦ ἤδη ποιεῖν τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος. Η λ. ερωτικός απαντά ως α’ σύνθ. σε επτά μεσαιωνικά σύνθετα (πρβλ. ερωτικόβρυτος, ερωτικογραμμένος, ερωτικοενήδονος, ερωτικοθέλημα, ερωτικοκάρδιος, ερωτικοκόρη, ερωτικοπόθος) πιθ. αντί του ερωτο-].

Greek Monotonic

ἐρωτικός: -ή, -όν (ἔρως),·
I. ερωτικός, σε Θουκ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ερωτιάρικος, ερωτομανής, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ., -κῶς, σε Θουκ.· ἐρ. ἔχειν τινός, ποθώ, λαχταρώ, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐρωτικός, ή, όν ἔρως
I. amatory, Thuc., etc.
II. of persons, amorous, Plat., Xen.:—adv. -κῶς, Thuc.; ἐρ. ἔχειν τινός to be eager for, Xen.

English (Woodhouse)

amatory, dealing with love, of love

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)