ὑδρηλός: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑδρηλός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὑδρηλός:'''<br /><b class="num">1</b> [[влажный]], [[мокрый]], [[сырой]] (λειμῶνες Hom.): λιβάδες ὑδρηλαί Aesch. влага; σταγόνες ὑδρηλαί Eur. обильная роса;<br /><b class="num">2</b> [[служащий для воды]] (κρωσσοί Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:55, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, watery, moist, λειμῶνες Od.9.133; Σάμος h.Ap.41; νέφη, λιβάδες, A.Supp.793 (s. v.l., lyr.), Pers.613; κρωσσοί, σταγόνες, E.Cyc.89, Supp.206:— poet. word, used by Hp.Ep.16 (Comp.), Mul.1.1.
German (Pape)
[Seite 1173] wässerig, feucht, naß; λειμῶνες, Od. 9, 133; Σάμος, H. h. Apoll. 41; νέφη, Aesch. Suppl. 774; σταγόνες, Eur. Suppl. 206; aber auch κρωσσοί, Wasserkrüge, Cycl. 89.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
humide, baigné d’eau.
Étymologie: ὕδωρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρηλός:
1 влажный, мокрый, сырой (λειμῶνες Hom.): λιβάδες ὑδρηλαί Aesch. влага; σταγόνες ὑδρηλαί Eur. обильная роса;
2 служащий для воды (κρωσσοί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρηλός: -ή, -όν, (ὕδωρ) ὑδατώδης, ἔνυδρος, κάθυδρος, μαλακὸς ἐξ ὑγρασίας, λειμῶνες Ὀδ. Ι. 133· Σάμος Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 41· νέφη, λιβάδες Αἰσχύλ. Ἱκ. 793, Πέρσ. 613· κρωσσοί, σταγόνες Εὐρ. Κύκλ. 89. Ἱκ. 206· - ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. 1278. 39. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδρηλοί, κάθυδροι, μαλακοί, ἔνυδροι, ὑδατώδεις». ΙΙ. = ὑδρευτικός, Φίλων Ι. 410.
English (Autenrieth)
watery, well-watered, Od. 9.133†.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος
αρχ.
υδρευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + επίθημα -ηλός (πρβλ. ὑπν-ηλός)].
Greek Monotonic
ὑδρηλός: -ή, -όν (ὕδωρ), υγρός, βρεγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· κρωσσοὶ ὑδρηλοί, δοχεία, στάμνες νερού, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὑδρηλός, ή, όν ὕδωρ
watery, wet, Od., Aesch.; κρωσσοὶ ὕδρ. water pots, Eur.