ῥωγάς: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥωγάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[рваная]] ([[πήρη]] Babr.);<br /><b class="num">2)</b> [[обрывистая]], [[крутая]] ([[πέτρα]] Theocr.).
|elrutext='''ῥωγάς:''' άδος (ᾰδ) adj. f<br /><b class="num">1</b> [[рваная]] ([[πήρη]] Babr.);<br /><b class="num">2</b> [[обрывистая]], [[крутая]] ([[πέτρα]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγάς Medium diacritics: ῥωγάς Low diacritics: ρωγάς Capitals: ΡΩΓΑΣ
Transliteration A: rhōgás Transliteration B: rhōgas Transliteration C: rogas Beta Code: r(wga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, = ῥωγαλέος (broken, cleft, rent, torn), ragged, πήρη Babr. 86 ; ῥ. πέτραι cloven rocks, clefts in the rocks, Theoc. 24.95, cf. ARh. 4.1448, Nic. Th. 389 ; κάπετος ῥ. Posidipp. ap. Ath. 8.414e.

German (Pape)

[Seite 854] άδος, ὁ, ἡ, 1) zerrissen, gespalten, κάπετος, Posidiup. bei Ath. 414 e; als subst. ἡ ῥωγάς, sc. γῆ, Erdriß, Erdspalt, Kluft, Höhle. – 2) sc. πέτρα, abgerissenes Felsstück, Ap. Rh. 4, 1448, ῥωγάδος ἐκ πέτρης, wie Nic. Ther. 389. 644; vgl. Theocr. 24, 93.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
déchiré, fendu, creusé.
Étymologie: ῥώξ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγάς: άδος (ᾰδ) adj. f
1 рваная (πήρη Babr.);
2 обрывистая, крутая (πέτρα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ῥώξ) = τῷ προηγ., διεσχισμένη, διερρωγυῖα, πήρη Βάβρ. 86· ῥ. πέτρα, κρημνὸς διεσχισμένος, Θεόκρ. 24. 94, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1448, πρβλ. Νικ. Θ. 389· κάπετος ῥ. Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε· - πρβλ. ῥαγάς, ἀπορρώξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ῥῆγμα ἐν τοίχῳ, παρ’ Ἡσυχ., ὅστις μνημονεύει καὶ τὴν λέξιν ῥωγή, ἡ.

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος
2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεδι-άς)].

Greek Monotonic

ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ (ῥώξ), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς πέτρα, αποσπασμένος βράχος, βράχος που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ῥωγάς, άδος, [ῥώξ] = ῥωγᾰλέος]
ragged, Babr.; ῥ. πέτρα a cloven rock, Theocr.