διϊκνέομαι: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> διΐξομαι, <i>ao.2</i> διϊκόμην;<br /><b>1</b> passer par, pénétrer à travers;<br /><b>2</b> parcourir par la parole, raconter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἱκνέομαι]]. | |btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> διΐξομαι, <i>ao.2</i> διϊκόμην;<br /><b>1</b> [[passer par]], [[pénétrer à travers]];<br /><b>2</b> parcourir par la parole, raconter.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἱκνέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 17:50, 28 November 2022
English (LSJ)
fut. -ίξομαι: aor. -ικόμην:—A go through, penetrate, ποτὶ τὰν ψυχάν δι' ὤτων Ti.Locr.101a; ἐφ' ὅσον -εῖται τὸ ὕδωρ Thphr. CP3.20.4; διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως Plu.Dem.20, cf. D.Chr.12.35; reach, with missiles, Th.7.79; βραδέως τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου Plu.Nic.27. 2 in speaking, go through, tell of, πάντα δ. Il.9.61, 19.186, A.R.2.411. 3 of time, intervene, διετοῦς χρόνου διικνουμένου Longus 1.4.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. διίξομαι Il.9.61, h.Cer.416, Nonn.D.48.422; aor. 2asg. διίκεο Il.19.186, A.R.2.411, Q.S.12.76]
I tr. c. suj. de pers. narrar, contar ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι Il.9.61, ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξας Il.19.186, cf. A.R.l.c., πάντα διίξομαι ὡς ἐρεείνεις h.Cer.416, ταῦτα μὲν ... θαρσαλέως μάλα πάντα διίκεο todo eso lo has contado muy valientemente Q.S.l.c., ἀλλὰ τί σοι τάδε πάντα διίξομαι; Nonn.l.c.
II intr.
1 gener. de abstr. llegar a través de, penetrar c. giro prep. οὐ γὰρ διικνεῖται ἡ ψύξις εἰς βάθος Arist.Pr.893a14, cf. 911b18, GA 747a8, ἐπὶ πᾶν διικνεῖσθαι πέφυκε τὸ θεῖον Arist.Mu.397b33, ἀναβάλλουσιν τὴν κάτωθεν (γῆν) ἐφ' ὅσον διικνεῖται τὸ ὕδωρ Thphr.CP 3.20.4, cf. 6.1, 5.9.2, διὰ τὸ μὴ διικνεῖσθαι τὴν φύσιν τῶν φλεβῶν (ἐπὶ ... τοὺς κάτω τόπους) Erasistr.230, ἡ τῶν ἀρωμάτων φύσις ... διικνουμένη πρὸς τὰ λεπτομερέστατα τῆς αἰσθήσεως D.S.3.46, φωνὰ δ' ἐστὶ μὲν πλᾶξις ἐν ἀέρι διικνουμένα ποτὶ τὰν ψυχὰν δι' ὤτων Ti.Locr.101a, οὐδὲ ἀπόρροια διικνεῖται ἀπὸ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐπὶ τὴν γῆν Gem.17.16, cf. 17, 34, Plu.2.148d, Gal.1.288, (σεισμοί) ὅσοι ... ἐπὶ μήκιστον διικνοῦνται τῆς γῆς Paus.7.24.7, cf. Hld.2.2.1, οἷον εἰ ἐν κηρῷ βαθεῖ διικνοῖτο εἰς ἔσχατον ... τύπος Plot.4.4.13, cf. 2.9.16, τὸν ἔξωθεν ἀέρα κατὰ βάθους διικνεῖσθαι τοῦ σώματος Ps.Dicaearch.2.5, ὥστε δι' αὐτοῦ (τοῦ ἀέρος) ... διικνεῖσθαι τὴν ὅρασιν Arr.Epict.2.23.4, τὸ τοιοῦτον γιγνόμενον ... μέχρι τῶν θηρίων διικνεῖται D.Chr.12.35, cf. Luc.Luct.19, Philops.2, διῖκτο δ' ἡ δόξα μέχρι τοῦ Περσῶν βασιλέως Plu.Dem.20, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ... διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς Ep.Hebr.4.12, fig. ἡ δ' ὑστάτη (εὐεργεσία) ... ἐς ὑμᾶς αὐτοὺς διικνεομένη Hp.Or.Thess.40
•sin rég. prep. alcanzar διὰ τὸ μὴ διικνεῖσθαι τὴν ὄψιν Arist.Mete.374b15
•transmitirse θᾶττον ἔτι διικνοῖτ' ἂν ἡ αἴσθησις la sensación se transmitiría aún más rápidamente Arist.de An.423a5, cf. Mete.378a6 (cód.), βραδέως δὲ τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου Plu.Nic.27
•de los rayos de luz o del fuego propagarse (τὸ πῦρ) ... διῖκτο πρὸς θάτερον πέρας Plu.Alex.35, ὁ δὲ νεφώδης ἀὴρ ῥᾳδίως διικνουμένας ἔχει τὰς ἀκτῖνας ἅτε μηδὲν ἔχων βάθος Cleom.2.4.104.
2 de armas alcanzar, dar en el blanco, c. giro prep. τὰ βέλη ... πρὸς τὰ νῶτα τῶν ἀντιπροσώπων ... διικνεῖσθαι D.S.17.42, fig., c. dat. διϊκνούμενος ταῖς Μούσαις alcanzando a las Musas Sch.Pi.N.9.127b
•sin rég. prep. dar en el blanco διικνοῦντο γὰρ ῥᾷον οἱ ἄνωθεν Th.7.79, τοξότης δ' ἂν ὁ θεὸς παρεισάγοιτο κατά τε τὸ πανταχοῦ διικνεῖσθαι de Heracles, Corn.ND 31.
3 ref. al tiempo transcurrir διετοῦς χρόνου διικνουμένου Longus 1.4.1.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. διΐξομαι, ao.2 διϊκόμην;
1 passer par, pénétrer à travers;
2 parcourir par la parole, raconter.
Étymologie: διά, ἱκνέομαι.
English (Strong)
from διά and the base of ἱκανός; to reach through, i.e. penetrate: pierce.
English (Thayer)
(L WH διϊκνέομαι. (see Iota)), διικνοῦμαι; to go through, penetrate, pierce: Thucydides, Theophrastus, Plutarch, others; in Homer transitively, to go through in narrating.)
Russian (Dvoretsky)
διϊκνέομαι: (fut. διΐξομαι, aor. 2 διϊκόμην)
1 доходить, достигать (διά τινος ποτί τι Plat.; εἴς и πρός τι Arst.; πρός τι и μέχρι τινός Plut.): διϊκνοῦντο ῥᾷον οἱ ἄνωθεν Thuc. с возвышенного места (стрелы) лучше долетали;
2 рассказывать, повествовать (πάντα Hom., HH).
Chinese
原文音譯:di?knšomai 笛衣克尼哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-達到
字義溯源:完全達到,經過,刺入;由(διά)*=通過)與(ἱκανός)=能勝任的)組成;而 (ἱκανός)出自(Ἰκόνιον)X*=達到)。
同義字:1) (διϊκνέομαι)刺入 2) (ἐκκεντέω)刺穿 3) (νύσσω)戮穿
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 刺入(1) 來4:12
German (Pape)
(ἱκνέομαι),
1 durchkommen, durchdringen, δι' ὤτων ποτὶ τὰν ψυχάν, vom Schalle, Tim.Locr. 101a; εἰς und πρός τι, Theophr.; auch πείρατ' ἀέθλων, d.i. bestehen, Ap.Rh. 2.411; absolut, διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως Plut. Dem. 20. Aber διϊκνοῦντο ῥᾷον οἱ ἄνωθεν, sie trafen besser, Thuc. 7.79.
2 in der Rede durchgehen, erzählen; πάντα Il. 9.61, 19.186.