λάλημα: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> bavardage, babil;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bavard, causeur.<br />'''Étymologie:''' [[λαλέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[bavardage]], [[babil]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bavard, causeur.<br />'''Étymologie:''' [[λαλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:10, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλημα Medium diacritics: λάλημα Low diacritics: λάλημα Capitals: ΛΑΛΗΜΑ
Transliteration A: lálēma Transliteration B: lalēma Transliteration C: lalima Beta Code: la/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, A talk, prattle, Eub.109, Mosch.1.8. II prater, S.Ant.320; ποικίλων λαλημάτων E.Andr. [937]. 2 a person talked about, by-word, LXX 3 Ki.9.7, al. III style, Nausiph. 2.

German (Pape)

[Seite 9] τό, das Geschwätz, Mosch. 3, 8, u. Sp., auch = Geräusch, Eubul. Ath. VI, 229 a. – Als Schmähwort, der Schwätzer, οἴμ' ὡς λάλημα δῆλον ἐκπεφυκὸς εἶ Soph. Ant. 320; von Frauen, Eur. Andr. 938, im plur.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 bavardage, babil;
2 p. ext. bavard, causeur.
Étymologie: λαλέω.

Russian (Dvoretsky)

λάλημα: ατος (ᾰ) τό
1 pl. болтовня Eur.;
2 болтун(ья) (λ. δῆλον Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

λάλημα: [λᾰ], τό, ὁμιλία, φλυαρία, Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, Μόσχ. 1. 8. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀντ. 320 (ἂν μὴ ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ ἄλημα, ἴδε Δινδ.)· ποικίλων λαλημάτων Εὐρ. Ἀνδρ. 937. 2) ἄνθρωπος περὶ οὗ γίνεται συχνὸς λόγος ἐπὶ κακῷ, πρὸς ὄνειδος, Λατ. fabula, Ἑβδ. (Γ Βασιλ. Θ΄, 7, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

το (AM λάλημα) λαλώ
ομιλία, λόγος, φλυαρία
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («του πετεινού το λάλημα»)
2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου
3. στον πληθ. τα λαλήματα
τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή ορχήστρα
αρχ.
1. κατηγορία εναντίον κάποιου, καταλαλιά («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)
2. ύφος λόγου
3. συνεκδ. ο φλύαρος, ο φαφλατάς («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», Ευρ.).

Greek Monotonic

λάλημα: [λᾰ], -ατος, τό,
I. ομιλία, φλυαρία, σε Μόσχ.
II. φλύαρος άνθρωπος, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell


I. talk, prattle, Mosch.
II. a prater, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

chatterbox, person who gossips

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)