ἐντροπία: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> confusion, pudeur;<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[confusion]], [[pudeur]];<br /><b>2</b> [[αἱ]] ἐντροπίαι, ruses, détours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:42, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντροπία Medium diacritics: ἐντροπία Low diacritics: εντροπία Capitals: ΕΝΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: entropía Transliteration B: entropia Transliteration C: entropia Beta Code: e)ntropi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A = ἐντροπή, Hp.Decent.2. II δόλιαι ἐντροπίαι subtle twists, tricks, dodges, h.Merc.245.

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 confusion, pudeur;
2 αἱ ἐντροπίαι, ruses, détours.
Étymologie: ἐντρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντροπία:увертка, уловка (δόλιαι ἐντροπίαι HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντροπία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἱππ. 22. 34. ΙΙ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 245, δόλιοι ἐντροπίαι, εἶνε δόλια «στρηφογυρίσματα», ῥᾳδιουργίαι, τεχνάσματα.

Greek Monolingual

η (Α ἐντροπία, ιων. ἐντροπίη)
δολοπλοκία, τέχνασμα
νεοελλ.
φυσ. θερμοδυναμικό μέγεθος κατάστασης τών φυσικών συστημάτων, του οποίου η τιμή αυξάνεται έπειτα από μια αναντίστρεπτη μεταβολή ενός κλειστού συστήματος ή παραμένει σταθερή έπειτα από μια αντιστρεπτή μεταβολή του. Η εντροπία είναι το μέτρο της αταξίας τών μορίων ενός σώματος. Κάθε μεταβολή που οδηγεί σε μεγαλύτερη αταξία μορίων συνοδεύεται από αύξηση της εντροπίας
αρχ.
1. εντροπή
2. φρ. «δόλιαι ἐντροπίαι» — ραδιουργίες, δολοπλοκίες, τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐντροπία: ἡ, τέχνασμα, ραδιουργία, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἐντροπία, ἡ, [from ἐντροπή n
a trick, dodge, Hhymn.