τάλαρος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />objet pour porter, <i>particul.</i> panier tressé :<br /><b>I.</b> corbeille;<br /><b>1</b> corbeille pour la laine, à l'usage des fileuses;<br /><b>2</b> corbeille pour des fruits <i>ou</i> des fleurs;<br /><b>3</b> clayon <i>ou</i> éclisse à fromages;<br /><b>III.</b> cage à poules <i>ou</i> à volatiles en gén.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />objet pour porter, <i>particul.</i> panier tressé :<br /><b>I.</b> [[corbeille]];<br /><b>1</b> corbeille pour la laine, à l'usage des fileuses;<br /><b>2</b> corbeille pour des fruits <i>ou</i> des fleurs;<br /><b>3</b> clayon <i>ou</i> éclisse à fromages;<br /><b>III.</b> cage à poules <i>ou</i> à volatiles en gén.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:04, 28 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A basket, ἀργύρεος τ., of a work-basket, Od.4.125; ὑπόκυκλος ib.131; πλεκτοὶ τ. baskets of wicker-work, in which new-made cheeses were placed so as to let the whey run off, Od.9.247, cf. Ar.Ra.560, AP9.567 (Antip.), IG3.1309, Gal.6.491; basket for fruit, Il.18.568, Hes.Sc.293; for flowers, Mosch.2.34,61, Paus.8.31.2. 2 wicker cage for fowls: hence metaph., Μουσέων τ., of the Museum, Timo 12.
German (Pape)
[Seite 1065] ὁ, Korb, Tragkorb, lat. quasus; Od. 4, 131; Hes. Sc. 293; geflochten, πλεκτός, Od. 9, 247, wo es ein Käsekorb ist, aus dem die Molken von der gerinnenden Milch ablaufen können, vgl. Ai. Ran. 560; τοὐν ταλάροισι γάλα, Antp. Th. 82 (IX, 567), wie πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν, zu Trauben, Il. 18, 568, wo Eust. erkl. καλαθίσκοι τάλανες ἐς τὸ αἴρειν ὡς βαστακτικοί, u. die Ableitung von τάλας, τλάω andeutet, Ep. ad. 59. 271 (XI, 284 Plan. 264); – ein Hühnerkorb, Ath. I, 22 c aus Tim. Phlias.; – ein Korb der Wollspinner, Poll. 10, 125.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
objet pour porter, particul. panier tressé :
I. corbeille;
1 corbeille pour la laine, à l'usage des fileuses;
2 corbeille pour des fruits ou des fleurs;
3 clayon ou éclisse à fromages;
III. cage à poules ou à volatiles en gén.
Étymologie: τλῆναι.
Russian (Dvoretsky)
τάλᾰρος: ὁ корзин(к)а, плетенка Hom., Hes., Arph., Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τάλᾰρος: [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, ἀργύρεος τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος αὐτόθι 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ νέος τυρός, ὅπως ἐκρεύσῃ ὁ ὀρός, Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν κλωβίον ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *τλάω (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι).
English (Autenrieth)
(root ταλ): basket, of wicker-work, for fruit, etc., Il. 18.568; of silver, for wool, Od. 4.125.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού
νεοελλ.
ξύλινο τυροκομικό αγγείο
αρχ.
1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.)
2. πλεκτό κλουβί για πουλιά
3. φρ. «Μουσέων τάλαρος»
μτφ. το τέμενος τών Μουσών (Τίμων Φλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τάλαρος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα telā-/tel- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω, υπομένω» με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας (βλ. και λ. τάλας) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— ενός αμάρτυρου επιθ. ταλα-ρός (πρβλ. λαγα-ρός: λαγάσαι, χαλα-ρός: χαλάσαι). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο τ. τάλαρος με αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει» διατηρεί την κυριολεκτική σημ. της ρίζας (βλ. και λ. τάλας)].
Greek Monotonic
τάλᾰρος: [τᾰ], ὁ, καλάθι, Λατ. qualus, σε Ομήρ. Οδ.· πλεκτὸς τάλαρος, καλάθι πλεκτό από καλάμια, στο οποίο τοποθετούσαν τα φρεσκοφτιαγμένα τυριά έτσι ώστε να στραγγίξουν, σε Όμηρ.
Middle Liddell
τᾰ́λᾰρος, ὁ,
a basket, Lat. qualus, Od.; πλεκτὸς τάλ. a basket of wicker-work, in which new-made cheeses were placed so as to let the whey run off, Hom.
Frisk Etymology German
τάλαρος: {tálaros}
Grammar: m.
Meaning: Korb (Hom., Hes. Sc., Ar., Mosch., Paus. u.a.)
Derivative: mit dem Demin. ταλαρίσκος m. (Arist., Theok., AP), -ιον n. (Pap. IIIp, Poll.).
Etymology: Eig. "Träger", Substantivierung (mit Akzentverschiebung) eines Adj. *ταλαρός wie λαγαρός, χαλαρός u.a.; s. ταλάσσαι. — Über andere Wörter für Korb s. κανοῦν, κόφινος, κάλαθος, σύριχος.
Page 2,848