ὀργίζω: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1μαι ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> | |btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὀργίζο]]μαι (<i>f.</i> [[ὀργιοῦμαι]]) être fâché, s'irriter, τινι, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:51, 28 November 2022
English (LSJ)
X.Eq.9.2 : aor.
A ὤργισα Ar. and Pl. (v. infr.): (ὀργή II):— make angry, provoke to anger, irritate, τινα Ar.V.223,404, Pl.Phdr. 267c; opp. εὔνουν ποιῆσαι, Arist.Rh.1415a35.
II more freq. in Pass., Pl.Phdr.267d, etc. : fut. Med. (in pass. sense) ὀργιοῦμαι X.An.6.1.30, Lys.15.9, Isoc.18.4, etc.; but ὀργισθήσομαι Lys.21.20, D.59.111 : aor. ὠργίσθην Lys.22.2, Pl.Prt.346b, etc.: pf. ὤργισμαι E.Hipp.1413, Ar.V.431, etc.: grow angry, be wroth, S.OT364, etc.: c. part., τίς γὰρ . . οὐκ ἂν ὀργίζοιτ' . . κλύων; ib.339, etc.; τινι with a person or thing, E.Hel.1646, Th.4.128, Pl.Ap.23c, al.; ὑπέρ τινος Th.1.143, Isoc.9.60; ἐπί τινι And.1.30, Lys.28.2, etc.; ἐπί τινος D.21.183; διά τι X.An.1.2.26: abs., in part., ἄνθρωπος ὀργιζόμενος = in a passion, Antipho 5.72; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης = their angry feelings, Th.2.59. Cf. ὀργαίνω.
German (Pape)
[Seite 370] zornig machen, aufreizen; ἤν τις ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν, Ar. Vesp. 404, vgl. 223; Plat. Phaedr. 267 c Eryx. 392 c; Arist. eth. 5, 8 u. öfter, im Gegensatz von εὔνουν ποιεῖν, πραΰνειν, im Gegensatz von κηλεῖν Plat. Phaedr. 267 c, wie ὀργίζεσθαι dem πραΰνεσθαι entgegensteht, Arist. rhet. 2, 3. – Häufiger im pass. ὀργίζομαι, zornigwerden, zürnen; absolut, Soph. O. R. 339. 364; ὡς τότ' ἦσθ' ὠργισμένος, Eur. Hipp. 1413; τινί, auf Einen, Hel. 1662; ὑπέρ τινος, Isocr. 4, 186; ἐμοὶ ὀργίζονται, Plat. Apol. 23 c; Euthyphr. 7 b u. öfter; ἐάν τι ὀργισθῶσι τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηθέντες, Prot. 346 b; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, Thuc. 2, 59; Xen. Mem. 1, 1, 18 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ao. ὤργισα, f. et pf. inus.
Pass. f. ὀργισθήσομαι, ao. ὠργίσθην, pf. ὤργισμαι;
mettre en colère, irriter, acc.;
Moy. ὀργίζομαι (f. ὀργιοῦμαι) être fâché, s'irriter, τινι, contre qqn.
Étymologie: ὀργή.
Russian (Dvoretsky)
ὀργίζω: (fut. pass. ὀργιοῦμαι - реже ὀργισθήσομαι) раздражать, сердить (τινά Plat., Arph.); pass. раздражаться, сердиться: ὀ. τινι Thuc., Lys., Eur., Xen. etc. быть в гневе, сердиться на кого-л.; ὀ. ἐπί τινος Dem., ἐπί τινι Lys., NT, ὑπέρ τινος Thuc., Isocr., διά τι Xen., περί τι Thuc., περί τινος Diog. L. сердиться за что-л. (из-за чего-л.); τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης Thuc. злоба.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργίζω: Ξεν. Ἱππ. 9. 2: ἀόρ. ὤργισα Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ., ἴδε κατωτ· (ὀργὴ ΙΙ). Ὡς καὶ νῦν, κάμνω τινὰ νὰ ὀργισθῇ, παροργίζω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφῆκ. 223. 404, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C· ἀντίθετον τῷ κηλέω, αὐτόθι D· τῷ πραΰνω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3. 1. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ., Σοφ. κλ.: μέσ. μέλλ. (μὲ παθητ. σημασ.) ὀργιοῦμαι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 30, Λυσ. 145. 11, Ἰσοκρ., κλ.· ἀλλὰ ὀργισθήσομαι Λυσ. 163. 31, Δημ. 1383. 10: ἀόρ. ὠργίσθην Λυσ. 164. 17, Πλάτ., κλ.: πρκμ. ὤργισμαι Εὐρ. Ἱππ. 1413, Ἀριστοφ. Σφ. 431, Πλάτ.· - θυμώνω, ὀργίζομαι, Σοφ. Ο. Τ. 364, κτλ.· μετὰ μετοχ., τίς γὰρ .. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ’ .. κλύων; αὐτόθι 339, κτλ.· τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 1646, Θουκ. 4. 128, Πλάτ. Ἀπολογ. 23C, κ. ἀλλ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 1. 143, Ἰσοκρ. 201Β· ἐπί τινι Ἀνδοκ. 5. 10, πρβλ. Λυσ. 179. 31, κτλ.· ἐπί τινος Δημ. 574. 3 διά τι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26· - ἀπολ. κατὰ μετοχ., ἄνθρωπος ὀργιζόμενος Ἀντιφῶν 137. 42· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, αἱ ὀργίλαι αὐτῶν διαθέσεις, Θουκ. 2. 59. - Πρβλ. ὀργαίνω. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 67.
English (Strong)
from ὀργή; to provoke or enrage, i.e. (passively) become exasperated: be angry (wroth).
English (Thayer)
passive, present ὀργίζομαι; 1st aorist ὠργίσθην; (ὀργή); from Sophocles, Euripides, and Thucydides down; to provoke, arouse to anger; passive to be provoked to anger, be angry, be wroth (the Sept. for חָרָה, קָצַף, also for אַף חָרָה etc.): absolutely, Buttmann, 290 (250); cf. Winer's Grammar, §§ 43,2; 55,7); τίνι, ἐπί τίνι, L omits ἐπί) as in Andocides (405 B.C.>) 5,10); Isocrates, p. 230c.; (cf. Winer's Grammar, 232 (218)). (Compare: πρωργίζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀργίζω) οργή
1. προκαλώ οργή σε κάποιον, ερεθίζω, εξοργίζω
2. (συν. το παθ.) οργίζομαι
θυμώνω πολύ, ερεθίζομαι, εξάπτομαι
3. μέσ. κυριεύομαι από οργή, καταλαμβάνομαι από θυμό
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) οργισμένος, -η, -ο
αυτός που έχει την οργή του θεού, καταραμένος.
Greek Monotonic
ὀργίζω: (ὀργή II), αόρ. ὤργισα,
I. κάνω κάποιον να θυμώσει, προκαλώ οργή, εξερεθίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. ὀργιοῦμαι, ὀργισθήσομαι· αόρ. αʹ ὠργίσθην, παρακ. ὤργισμαι, θυμώνω, οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· τινι, με κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.
Middle Liddell
I. to make angry, provoke to anger, irritate, Ar., Plat.
II. more common in Pass., with fut. mid. and pass. ὀργιοῦμαι, ὀργισθήσομαι: aor1 ὠργίσθην: perf. ὤργισμαι:— to grow angry, be wroth, Soph., etc.; τινι with a person or thing, Eur., Thuc., etc.; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης their angry feelings, Thuc.
Chinese
原文音譯:Ñrg⋯zw 哦而居索
詞類次數:動詞(8)
原文字根:(成為)憤慨
字義溯源:動怒,大怒,發怒,生氣;源自(ὀργή)=意欲,激烈情感,憎恨);而 (ὀργή)出自(ὀρέγω)*=伸展)。參讀 (θυμόω)同義字
出現次數:總共(8);太(3);路(2);弗(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 曾發怒(1) 啓11:18;
2) 發怒(1) 啓12:17;
3) 他⋯生氣(1) 路15:28;
4) 生氣(1) 弗4:26;
5) 就動怒(1) 路14:21;
6) 就大怒(1) 太18:34;
7) 大怒(1) 太22:7;
8) 動怒的(1) 太5:22