κυβερνήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυβερνήτειρα -ας, ἡ [κυβερνητήρ] stuurvrouw, leidsvrouw:. τὴν δὲ Τύχην βιότοιο κυβερνήτειραν ἔχοντες... πλέομεν wij varen met het Lot als stuurvrouw in het leven AP 10.65.3. | |elnltext=κυβερνήτειρα -ας, ἡ [κυβερνητήρ] [[stuurvrouw]], [[leidsvrouw]]:. τὴν δὲ Τύχην βιότοιο κυβερνήτειραν ἔχοντες... πλέομεν wij varen met het Lot als stuurvrouw in het leven AP 10.65.3. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:05, 28 November 2022
English (LSJ)
ἡ, fem. of κυβερνητήρ, τύχη AP10.65 (Pall.), cf. Nonn.D.1.89.
German (Pape)
[Seite 1522] ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβερνήτειρα -ας, ἡ [κυβερνητήρ] stuurvrouw, leidsvrouw:. τὴν δὲ Τύχην βιότοιο κυβερνήτειραν ἔχοντες... πλέομεν wij varen met het Lot als stuurvrouw in het leven AP 10.65.3.
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνήτειρα: adj. f управляющая, направляющая (τύχη βιότοιο κ. Anth.).
Greek Monolingual
κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.
Greek Monotonic
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κυβερνητήρ, Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.
Middle Liddell
κῡβερνήτειρα, ἡ, [fem. of κῡβερνητήρ, Anth.]