πεμπάζω: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; <i>p. ext.</i> compter, calculer;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[πεμπάζο]]μαι compter qch à soi, calculer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πεμπάς]].
|btext=compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; <i>p. ext.</i> compter, calculer;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[πεμπάζομαι]] compter qch à soi, calculer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[πεμπάς]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 20:10, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπάζω Medium diacritics: πεμπάζω Low diacritics: πεμπάζω Capitals: ΠΕΜΠΑΖΩ
Transliteration A: pempázō Transliteration B: pempazō Transliteration C: pempazo Beta Code: pempa/zw

English (LSJ)

(πέμπε) prop. A count on the five fingers, i.e. count by fives, and then, generally, count, A.Eu.748, Thphr.Char.23.2(cj.), A.R.2.975, Plu.2.387e, etc.:—Med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (Ep.aor.1 subj.) when he has done counting them all, Od.4.412. II metaph., count up, reckon over, θεοπροπίας θυμῷ π. A.R.4.1748:—Med., πάντα νόῳ πεμπάσσατο ib.350.—In Prose ἀναπεμπάζω is more common. (Aeol.acc.to EM660.4.)

German (Pape)

[Seite 553] eigtl. an den fünf Fingern abzählen, zu Fünfen abzählen, die älteste, einfachste Zählungsart; Hom. hat nur das med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται, nachdem er alle abgezählt bat, Od. 4, 412, ohne daß noch gerade »nach Fünfen« hinzuzudenken ist; Aesch. im act., πεμπάζετ' ὀρθῶς ἐκβολὰς ψήφων, Eum. 718, wie Ap. Rh. 2, 975, εἴ τις ἕκαστα πεμπάζοι, Schol. ψηφίζοι, μετροῖ; übtr. πάντα νόῳ πεμπάσσατο, 4, 350, wie λογίζομαι, überrechnen, überlegen, vgl. 4, 1748 ὁ δ' ἔπειτα θεοπροπίας Ἑκάτοιο θυμῷ πεμπάζων (s. auch ἀναπεμπάζω). – Plut. de Is. et Osir. 56 von der Fünfzahl sprechend sagt τὸ ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν, u. de εἰ apud Delph. 7 τὸ ἀριθμεῖν οἱ σοφοὶ πεμπάζειν ὠνόμαζον.

French (Bailly abrégé)

compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; p. ext. compter, calculer;
Moy. πεμπάζομαι compter qch à soi, calculer pour soi.
Étymologie: πεμπάς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεμπάζω [πεμπάς] ep. conj. aor. med. 3 sing. πεμπάσσεται, op de vijf vingers tellen; alg. tellen.

Russian (Dvoretsky)

πεμπάζω: тж. med. считать пятерками, т. е. по пальцам, исчислять (вообще), считать (ἐκβολὰς ψήφων Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. μετρώ στα πέντε δάχτυλα, δηλ. αριθμώ κατά πεντάδες
2. μετρώ, υπολογίζω
3. μτφ. αναλογίζομαι, εξετάζω
4. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ.) οι πεμπαζόμενοι
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπιστρεφόμενοι, ἐκπληττόμενοι, μεριμνῶντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ. τ. του πέντε].

Greek Monotonic

πεμπάζω: μέλ. -άσω (πέμπε), κυρίως μετράω στα πέντε δάχτυλα, δηλ. μετρώ ανά πέντε, και έπειτα γενικά, μετρώ, σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ.· ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (Επικ. αντί πεμπάσηται, υποτ. αορ. αʹ) όταν τα έχει μετρήσει όλα, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπάζω: μέλλ. -άσω, (πέμπε Αἰολ. = πέντε) κυρίως ἀριθμῶ ἐπὶ τῶν πέντε δακτύλων, δηλ., ἀριθμῶ κατὰ πεντάδας, καὶ ἀκολούθως καθόλου, ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 748, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 975, Πλούτ. 2. 387Ε, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὴν πάσας πεμπασσεται (Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ὑποτ.), ὅταν κατὰ πεντάδας ἀριθμήσῃ πάσας, Ὀδ. Δ. 412. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμετρῶ, ἀναλογίζομαι, ἐξετάζω, θεοπροπίας θυμῷ π. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1748. - Μέσ., πάντα νόῳ πεμπάσσατο αὐτόθι 350. - Ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ἀναπεμπάζω εἶναι συνηθέστερον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πεμπαζόμενοι· ἐπιστρεφόμενοι. ἐκπληττόμενοι. μεριμνῶντες», καὶ «πεμπάσεται· κατὰ πάντα ἀριθμήσει· τὸ γὰρ πέντε Αἰολεῖς πέμπε λέγουσι. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ψιλῶς ἀριθμήσει».

Middle Liddell

πέμπε
properly to count on the five fingers, i. e. to count by fives, and then, generally, to count, Aesch.:—so in Mid., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (epic for πεμπάσηται aor1 subj.) when he has done counting them all, Od.