ξενοδόχος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=καί [[ξενοδόκος]] Ἀπό τό [[ξένος]] + [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), [[ξενοδοχεῖον]], [[ξενοδοχία]], [[ξενοδοχικός]], [[ξενοδόχημα]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]], [[καθώς]] καί στή λέξη [[ξένος]]. | |mantxt=καί [[ξενοδόκος]] Ἀπό τό [[ξένος]] + [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> ξενοδοκῶ (=[[φιλοξενῶ]]), [[ξενοδοχεῖον]], [[ξενοδοχία]], [[ξενοδοχικός]], [[ξενοδόχημα]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]], [[καθώς]] καί στή λέξη [[ξένος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 November 2022
English (LSJ)
v. ξενοδόκος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accueille les étrangers, hospitalier.
Étymologie: ξένος, δέχομαι.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ ξενοδόχος)
(νεοελλ.-μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου
αρχ.
αυτός που περιποιείται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκρο-δόχος].
Mantoulidis Etymological
καί ξενοδόκος Ἀπό τό ξένος + δέχομαι.
Παράγωγα: ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), ξενοδοχεῖον, ξενοδοχία, ξενοδοχικός, ξενοδόχημα. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δέχομαι, καθώς καί στή λέξη ξένος.