ἔλευσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἐρχομός). Ἀπό τό [[ἐλεύσομαι]] τοῦ [[ἔρχομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ἐρχομός]]). Ἀπό τό [[ἐλεύσομαι]] τοῦ [[ἔρχομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλευσις Medium diacritics: ἔλευσις Low diacritics: έλευσις Capitals: ΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: éleusis Transliteration B: eleusis Transliteration C: elefsis Beta Code: e)/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A coming, arrival, εἰς βίον Corn.ND28, cf. Tz.H.7.572, Sch.A.R.4.887, Hsch. 2 the Advent of Christ, Act.Ap.7.52.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1llegada, venida gener. por sorpresa, presencia, en cont. bélico invasión τῶν Γαλατῶν D.C.Epit.8.10.7.
2 en cont. relig. venida, llegada, advenimiento de un dios al mundo de los mortales εἰς ἀνθρώπινον ὄντως βίον de Deméter, Corn.ND 28, de Cristo τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου Act.Ap.7.52, cf. 1Ep.Clem.17.1, Polyc.Sm.Ep.6.3, Mac.Aeg.Serm.B 4.15.8, Epiph.Const.Haer.21.5.5, ἐν τῇ ἐλεύσει αὐτοῦ καὶ ἐπιφανείᾳ A.Thom.A 28, μετὰ τὴν τῶν μάγων ἔλευσιν Porph.Chr.12.
3 gener. llegada χαίροντες τῇ ἐλεύσει τοῦ Ζεφύρου Sch.A.R.4.887, ἡ εἰς Τροίαν ἐξ ὑπογύου ... ἔ. Eust.840.43
interpr. como viaje, camino Hsch.s.u. ἤλυσις.
II avance, progresión de los síntomas o las afecciones πρὸ τῆς ἐλεύσεως ῥίγη χρόνια παύει Cyran.2.30.10, cf. 5.2.12, 6.2.

German (Pape)

[Seite 796] ἡ, das Kommen, die Ankunft, Sp., wie D. Hal. 3, 59.

Russian (Dvoretsky)

ἔλευσις: εως ἡ пришествие (τοῦ δικαίου NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἔλευσις: -εως, ἡ, ἄφιξις, ἐρχομός, Διον. Ἁλ. 3. 59. 2) ἡ παρουσία, ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου Πράξ. Ἀπ. ζ΄, 52.

English (Strong)

from the alternate of ἔρχομαι; an advent: coming.

English (Thayer)

ἐλεύσεως, ἡ (ἔρχομαι), a coming, advent (Dionysius Halicarnassus 3,59): ἐν τῇ ἐλευσει αὐτοῦ, i. e. of Christ, καί ἐπιφάνεια τῇ ὑστέρα, Act. Thom. 28; plural αἱ ἐλευσεις, of the first and the second coming of Christ to earth, Irenaeus 1,10.)

Greek Monolingual

η
βλ. έλευση.

Greek Monotonic

ἔλευσις: -εως, ἡ, άφιξη, ερχομός· γέννηση του Ιησού Χριστού, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἔλευσις, εως
a coming:—the Advent of our LORD, NTest.

Chinese

原文音譯:œleusij 誒留西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:來(著)
字義溯源:到來,來,要來的;源自(ἔρχομαι)*=來)。司提反在( 徒7:52)所說的那‘要來的’,是指那義者耶穌基督
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 要來的(1) 徒7:52

Mantoulidis Etymological

(=ἐρχομός). Ἀπό τό ἐλεύσομαι τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.