ὄψιμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ὀψέ]] (=ἀργά), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
|mantxt=Ἀπό τό [[ὀψέ]] (=[[ἀργά]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}
{{ntsuppl
{{ntsuppl
|ntstxt=tardif dans la saison (en avril-mai de notre calendrier)
|ntstxt=tardif dans la saison (en avril-mai de notre calendrier)
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄψῐμος Medium diacritics: ὄψιμος Low diacritics: όψιμος Capitals: ΟΨΙΜΟΣ
Transliteration A: ópsimos Transliteration B: opsimos Transliteration C: opsimos Beta Code: o)/yimos

English (LSJ)

ον, (ὀψέ) poet. for ὄψιος, late, slow, τέρας ὄ. for (concerned with) a late time, Il.2.325: in Prose, late in the season, σπόρος X.Oec. 17.4, 5, but f.l. for ὄψιος in Thphr.HP1.9.7, al.; of crops, LXX Ex.9.32, PSI4.433.2 (iii B. C.), PCair.Zen.299.2 (iii B. C.); ἐν τοῖς ὀ. τῶν ὑδάτων D.S.1.10; ὑετὸς πρώϊμος καὶ ὄ. Ep.Jac.5.7: Comp., καιρὸς -ώτερος PFay.133.9 (iii A. D.); recent, ποιητική Plu.2.674f. Adv. -μως PTeb. 72.361 (ii B. C.), POxy.474.24 (ii A. D.), Procl. ad Hes.Op.483.

German (Pape)

[Seite 432] poet, = ὄψιος, spät; ὀψιμώτατος σπόρος, dem πρώιμος entggstzt, Xen. Oec. 17, 4; τέρας, ein spät in Erfüllung gehendes Zeichen, Il. 2, 325; auch in sp. Prosa, vgl. Lob. Phryn. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tardif;
2 récent;
Sp. ὀψιμώτατος.
Étymologie: ὀψέ.

Russian (Dvoretsky)

ὄψῐμος:
1 отдаленный (во времени), поздно сбывающийся (τέρας Hom.);
2 поздний (σπόρος Plut.; ὑετός NT);
3 недавний (ποιητική Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄψῐμος: -ον, (ὀψὲ) ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄψιος, ἀργός, βραδύς, τέρας ὄψ., σημεῖον οὗ ἡ ἐκπλήρωσις βραδύνει, Ἰλ. Β. 325. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄψιμον, ὀψιτέλεστον· ὀψὲ γεννώμενον, ἢ ὀψὲ ἀρξάμενον καὶ ὀψὲ τελεσθησόμενον». καὶ «ὄψιμος· χρόνιος, βραδύς»· - ὡσαύτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, περὶ τοῦ σπόρου, πότερον ὁ πρώιμος κράτιστος ἢ ὁ μέσος ἢ ὁ ὀψιμώτατος Ξενοφρ. Οἰκ. 17, 4 καὶ 5· αἱ ὄ. συκαῖ Θεοφράστ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 7 (διάφ. γραφὴ ὄψιαι), πρβλ. 7. 4, 11., 7. 10, 1· ἐν τοῖς ὀψ. τῶν ὑδάτων Διόδ. 1. 10· ὑετὸς πρώιμος καὶ ὄψ. Ἐπιστ. Ἰακώβ. ε΄, 7· - ἐπὶ τῆς ποιητικῆς, τήν τε ποιητικὴν ἀπεφαίνομεν οὐκ ὄψιμον οὐδὲ νεαρὰν ἐπὶ τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνας ἀφιγμένην Πλούτ. 2. 674F. Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 52.

English (Autenrieth)

late, Il. 2.325†.

English (Strong)

from ὀψέ; later, i.e. vernal (showering): latter.

English (Thayer)

ὄψιμον (ὀψέ), late, latter (Homer, Iliad 2,325; ὀψιμωτατος σπόρος, Xenophon, oec. 17,4 f; ἐν τοῖς ὀψιμοις τῶν ὑδάτων, of the time of subsidence of the waters of the Nile, Diodorus 1,10; (cf. Lob. ad Phryn., p. 51 f)): ὄψιμον ὑετόν, the latter or vernal rain, which falls chiefly in the months of March and April just before the harvest (opposed to the autumnal or πρώϊμος (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Rain)), L T Tr WH omit ὑετόν, the Sinaiticus manuscript and a few other authorities substitute καρπόν); the Sept. for מַלְקושׁ, Zechariah 10:1.

Greek Monotonic

ὄψῐμος: -ον (ὀψέ), ποιητ. αντί ὄψιος, αργός, βραδύς, καθυστερημένος, τέρας ὄψιμον, προγνωστικό που άργησε να πραγματοποιηθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· αργά στην εποχή του έτους, σε Ξεν., Κ.Δ.

Middle Liddell

ὄψῐμος, ον, [ὀψέ] [poetic for ὄψιος
late, slow, τέρας ὄψ. a prognostic late of fulfilment, Il.:— late in the season, Xen., NTest.

Chinese

原文音譯:Ôyimoj 哦普西摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:預備 相當於: (מַלְקֹושׁ‎)
字義溯源:晚春,晚,晚雨;源自(ὀψέ)=日暮);而 (ὀψέ)出自(ὀπίσω / τοὐπισω)=到後面), (ὀπίσω / τοὐπισω)出自(ὄπισθεν)=後頭), (ὄπισθεν)出自(ὀπή)X*=注意), (ὀπή)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 晚(1) 雅5:7

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὀψέ (=ἀργά), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

French (New Testament)

tardif dans la saison (en avril-mai de notre calendrier)