ράμνος: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἀγκαθωτός [[θάμνος]], παλιούρι). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως [[ἔχει]] [[συγγένεια]] μέ τή λέξη [[ράβδος]] (ράβνος → [[ράμνος]]). | |mantxt=(=ἀγκαθωτός [[θάμνος]], [[παλιούρι]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως [[ἔχει]] [[συγγένεια]] μέ τή λέξη [[ράβδος]] (ράβνος → [[ράμνος]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:51, 29 November 2022
Greek Monolingual
ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ
(σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία είναι γνωστά στην Ελλάδα με τις κοινές, σήμερα, ονομασίες τα εξής: λιβαδόραμνος, βουρβουλιά, λευκαγκαθιά, κιτρινόξυλο, λατσιχεριά, πετραγκαθιά, βουνόραμνος, ράμνος του Παρνασού, μαυραγκαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ῥάμνος (πιθ. < ῥάβνος) έχει, κατά μια άποψη, σχηματιστεί από το θ. ῥαδ- της λ. ῥάβδος (βλ. λ. ράβδος) με επίθημα -νος ίσως κατ' αναλογία προς το θάμ-νος. Είναι, όμως, πιθανό να πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhamnus].
Mantoulidis Etymological
(=ἀγκαθωτός θάμνος, παλιούρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει συγγένεια μέ τή λέξη ράβδος (ράβνος → ράμνος).