κονδύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt.
|elnltext=κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] [[verharding]], [[eelt]].
}}
}}

Revision as of 13:41, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλωμα Medium diacritics: κονδύλωμα Low diacritics: κονδύλωμα Capitals: ΚΟΝΔΥΛΩΜΑ
Transliteration A: kondýlōma Transliteration B: kondylōma Transliteration C: kondyloma Beta Code: kondu/lwma

English (LSJ)

ατος, τό, knob, callous lump, Hp.Haem.4,5, Dsc.Eup.1.209, Gal.13.533.

German (Pape)

[Seite 1480] τό, = κόνδυλος 2, Geschwulst, Verknöcherung, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κονδύλωμα: τό, ὄγκος, τυλῶδες οἴδημα, Ἱππ. 893C, H, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α κονδύλωμα)
όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα
εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος. Η λ. ως ιατρ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. condyloma < νεολατ. condyloma < κονδύλωμα < κόνδυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt.