περιπλάνιος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιπλάνιος -ον [περιπλανάομαι] zwervend. | |elnltext=περιπλάνιος -ον [περιπλανάομαι] [[zwervend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, poet. for περιπλανής, βίος AP7.736 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 587] poet. für περιπλανής, βίος, Leon. Tar. 55 (VII, 736).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλάνιος -ον [περιπλανάομαι] zwervend.
Russian (Dvoretsky)
περιπλάνιος: Anth. = περιπλανής.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλανής
(ποιητ. τ.) περιπλανώμενος, περιπλανής.
Greek Monotonic
περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, (πλάνη), σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλάνιος: [ᾰ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ περιπλανής, Ἀνθ. Π. 7. 736.
Middle Liddell
περι-πλᾰ́νιος, ον, πλάνη, Anth.]