σπασμώδης: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σπασμώδης -ες [σπασμός] gepaard gaand met krampen of spasmen. | |elnltext=σπασμώδης -ες [σπασμός] [[gepaard gaand met krampen of spasmen]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:51, 29 November 2022
English (LSJ)
ες, convulsive, spasmodic, Hp.Prorrh.1.28, Sor.2.26; suffering from convulsions, Id.1.88; τὰ σ. attacks of cramp, Hp.Coac.100; ἀλγήματα σ. pains which are premonitory symptoms of σπασμοί, Id.Prorrh.1.114. Adv. -δῶς Gal.17(2).750, Alex.Trall.7.9.
German (Pape)
[Seite 918] ες, = σπασματώδης, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπασμώδης: -ες, σπασμωδικός, Ἱππ. Προρρ. 69· τὰ σπασμώδη, παροξυσμοὶ σπασμῶν, ὁ αὐτ. 173F· ἀλγήματα σπ. ὁ αὐτ. 77Α.
Greek Monolingual
-ες / σπασμώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σπασμός
1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπασμώδης βήχας» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)
2. αυτός που εμφανίζει σπασμό, σπασμωδικός («σπασμώδης κίνηση»)
αρχ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.
ὁ, ἡ σπασμώδης
αυτός που πάσχει από σπασμούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὰ σπασμώδη
παροξυσμοί σπασμών.
επίρρ...
σπασμωδῶς Α
με σπασμούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπασμώδης -ες [σπασμός] gepaard gaand met krampen of spasmen.