σφαῖρος: Difference between revisions
From LSJ
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] bol. | |elnltext=σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] [[bol]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:53, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A = σφαῖρα, the condition of the Universe (ὁ Κόσμος), when brought together by Eros, Emp.27.4,al. II cf. σφῆρος. III dub. sens. in POxy.1727.15 (ii/iii A.D.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαῖρος -ου, ὁ [~ σφαῖρα] bol.
Russian (Dvoretsky)
σφαῖρος: сферический, шарообразный Emped.
Greek (Liddell-Scott)
σφαῖρος: -ον, = σφαῖρα, ἡ κατάστασις τοῦ Κόσμου ἢ τοῦ σύμπαντος ὅτε συνεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος, Ἐμπεδ. 168, 176.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. σφῆρος Α
η πρωταρχική κυκλοτερής κατάσταση του κόσμου
αρχ.
(σε επιγρ. στον τ. σφήρος) ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σφαῖρα, με αλλαγή γένους].
German (Pape)
kugelrund, Empedocl. 24 bei M.Ant. 8.41, 13.3.