δείλακρος: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] [[armzalig]].
|elnltext=δείλακρος -α -ον [[[δειλός]], [[ἄκρος]]] [[armzalig]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείλακρος Medium diacritics: δείλακρος Low diacritics: δείλακρος Capitals: ΔΕΙΛΑΚΡΟΣ
Transliteration A: deílakros Transliteration B: deilakros Transliteration C: deilakros Beta Code: dei/lakros

English (LSJ)

α, ον, pitiable, Ar.Pl.973, Carm.Pop.27.

Spanish (DGE)

-α, -ον
desgraciado ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.Pl.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν Carm.Pop.7.4.

German (Pape)

[Seite 536] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: δειλός, ἄκρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig.

Russian (Dvoretsky)

δείλακρος: глубоко несчастный Arph.

Greek Monolingual

δείλακρος, -α, -ον (Α)
αξιολύπητος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως χρήση. Θεωρείται παράλληλος εκφραστικός τ. του δειλός, παρεκτεταμένος σε -ακ- και με σχηματιστικό επίθημα -ρο- (πρβλ. φαλακρός). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. δείλαξ, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το άκρος].

Greek Monotonic

δείλακρος: -α, -ον, αξιολύπητος, άξιος οίκτου, δειλός, φοβητσιάρης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δείλακρος: -α, -ον, λίαν οἰκτρός, ἢ οἴκτου ἄξιος, Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.

Middle Liddell

very pitiable, Ar.