περίσημος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [περί, σῆμα] [[zeer beroemd]]. | |elnltext=περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [[[περί]], [[σῆμα]]] [[zeer beroemd]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
Dor. -σᾱμος, ον, (σῆμα) very famous, notable, E.HF 1018 (Sup., lyr.), Call.Fr.1.54 P., Mosch.1.6, Ph.2.330 (Sup.); περιστερεών POxy.1278.12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 591] sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ φόνος περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; παῖς, Mosch. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très distingué ; très connu, célèbre.
Étymologie: περί, σῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [περί, σῆμα] zeer beroemd.
Russian (Dvoretsky)
περίσημος: дор. περίσᾱμος 2 (дор. superl. περισᾱμότατος) замечательный, прославленный (φόνος Eur. - о Данаидах).
Greek Monolingual
-ον, δωρ. τ. περίσαμος, -ον, Α
πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. διά-σημος].
Greek Monotonic
περίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα),· πολύ γνωστός ή σημαντικός, Λατ. insignis, σε Ευρ., Μόσχ.
Greek (Liddell-Scott)
περίσημος: Δωρ. -σᾱμον, ον, (σῆμα) λίαν πεφημισμένος ἢ ἐπίσημος, περίφημος, διαβόητος, Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330.
Middle Liddell
περί-σημος, δοριξ περί-σᾱμος, ον, σῆμα
very famous or n notable, Lat. insignis, Eur., Mosch.