ῥαίω: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἔρραιον, <i>f.</i> ῥαίσω, <i>ao.</i> ἔρραισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐρραίσθην;<br /><b>1</b> briser (un vaisseau, une arme, <i>etc.</i>) acc. ; <i>en parl. de pers.</i> ruiner par un naufrage ; <i>Pass.</i> être naufragé ; <i>fig.</i> briser de souffrances;<br /><b>2</b> maltraiter, outrager.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝραγ briser ; cf. [[ῥήγνυμι]]. | |btext=<i>impf.</i> ἔρραιον, <i>f.</i> ῥαίσω, <i>ao.</i> ἔρραισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐρραίσθην;<br /><b>1</b> briser (un vaisseau, une arme, <i>etc.</i>) acc. ; <i>en parl. de pers.</i> ruiner par un naufrage ; <i>Pass.</i> être naufragé ; <i>fig.</i> briser de souffrances;<br /><b>2</b> [[maltraiter]], [[outrager]].<br />'''Étymologie:''' R. Ϝραγ briser ; cf. [[ῥήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:39, 30 November 2022
English (LSJ)
poet. subj. A ῥαίῃσι Od.5.221: fut. ῥαίσω (διαρ-) 2.49; Ep. inf. ῥαισέμεναι (v.l. ῥαίσεσθαι) 8.569: aor. ἔρραισα, subj. ῥαίσῃ 23.235:— Pass., fut. (in med. form) ῥαίσομαι (διαρ-) Il.24.355: aor. ἐρραίσθην 16.339:—break, shiver, shatter, ῥ. νῆα wreck a ship, Od.8.569, 13.151, 23.235; ῥ. τινά cause one to suffer shipwreck, 5.221:—in Pass., ῥαιόμενος suffering shipwreck, 6.326; νηῦς ῥαισθεῖσα A.R.2.1112; also φάσγανον ἐρραίσθη it was shivered, Il.16.339; τῷ κέ οἵ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος . . ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ his brain would be dashed on the ground throughout the cavern, Od.9.459; so αἰὼν δι' ὀστέων ἐρραίσθη the marrow spurted through the bones, Pi.Fr.111. II generally, destroy, A.R.1.617:—Pass., to be broken down, crushed by suffering, ὅταν . . ῥαισθῇ A.Pr.191, AP7.529 (Theodorid.), etc. (anap.), cf. S.Tr.268.
German (Pape)
[Seite 833] aor. pass. ἐῤῥαίσθην, zerstören, zerbrechen, zertrümmern; νῆα, Od. 5, 221. 23, 235 u. öfter, das Schiff scheitern lassen; dah. ῥαιόμενος, der Gescheiterte, Schiffbrüchige, 6, 326, wo darauf folgt ὅτε μ' ἔῤῥαιε Ἐννοσίγαιος; φάσγανον ἐῤῥαίσθη, Il. 16, 339; ἐγκέφαλος ῥαίοιτο διὰ σπέος πρὸς οὔδεϊ, möchte sein Gehirn durch die Höhle hin gegen den Boden geschmettert werden, Od. 9, 459, αἰὼν ἐῤῥαίσθη, Pind. frg. 77, 3; übh. ins Verderben stürzen, ὅταν ταύτῃ ῥαισθῇ, Aesch. Prom. 189; δοῦλος ἀνδρὸς ὡς ἐλευθέρου ῥαίοιτο, Soph. Trach. 267; Hesych. erkl. φθείροιτο, geplagt, gemißhandelt werden; sp. D.: ναῦς ῥαισθεῖσα, An. Rh. 2, 1113, tödten, 1, 617; u. in der Anth.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔρραιον, f. ῥαίσω, ao. ἔρραισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρραίσθην;
1 briser (un vaisseau, une arme, etc.) acc. ; en parl. de pers. ruiner par un naufrage ; Pass. être naufragé ; fig. briser de souffrances;
2 maltraiter, outrager.
Étymologie: R. Ϝραγ briser ; cf. ῥήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ῥαίω: (эп. inf. ῥαισέμεναι)
1 разбивать, ломать, сокрушать (νῆα Hom.): φάσγανον ἐρραίσθη Hom. меч сломался;
2 насылать кораблекрушение, топить (τινὰ ἐνὶ πόντῳ Hom.): ῥαιόμενος Hom. потерпевший кораблекрушение;
3 перен. гнуть, покорять, угнетать Aesch., Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαίω: ποιητ. ὑποτ. ῥαίῃσι Ὀδ. Ε. 221· μέλλ. ῥαίσω (διαρ-) Ὅμ., Ἐπικ. ἀπαρ. ῥαισέμεναι Ὀδ. Θ. 569: ἀόρ. ἔρραισα, ὑποτακτ. ῥαίσῃ Ψ. 235 ― Παθ., μέλλ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ῥαίσομαι (διαρ-) Ἰλ. Ω. 355: ἀόρ. ἐρραίσθην Ὅμ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ῥήγνυμι, πρβλ. ῥαιβός). Θραύω, συντρίβω, κατασυντρίβω, ῥ. νῆα, κατασυντρίβω πλοῖον. Ὀδ. Θ. 569, Ν. 151, Ψ. 235 ῥ. τινα, ἐπιφέρω ναυάγιον εἴς τινα, Ε. 221. ― ἐν τῷ παθ., ῥαιόμενος, ὁ ναυαγῶν, Ὀδ. Ζ. 326· ναῦς ῥαισθεῖσα Ἀπολλ. Ρόδ. Β 1113· ὡσαύτως, φάσγανον ἐρραίσθη, ἐθραύσθη, συνετρίβη, Ἰλ. Π. 339· τῷ κὲ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ... ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ, ὁ ἐγκέφαλός του ἤθελε σκορπισθῆ κατὰ γῆς καθ’ ὅλον τὸ σπήλαιον, Ὀδ. Ι. 459 (ὁ Εὐρ. τὴν ἔννοιαν ταύτην ἐκφέρει διὰ τοῦ ῥαίνω, ἴδε ῥαίνω ΙΙ)· οὕτως, αἰὼν δι’ ὀστέων ἐρραίσθη ὁ νωτιαῖος μυελὸς ἐξῆλθεν ὁρμητικῶς ἐκ τῶν ὀστῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 77. ΙΙ. καθόλου καταστρέφω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α 617, Ἀνθ. Π. 7. 529, κτλ. ― Παθ., κατασυντρίβομαι, καταβάλλομαι ἐκ τῶν παθημάτων, ὅταν ... ῥαισθῇ Αἰσχύλ. Πρ. 189, πρβλ. Σοφ. Τρ. 268.
English (Autenrieth)
fut. inf. ῥαισέμεναι, aor. subj. ῥαίσῃ, inf. ῥαι<<><>>σαι, pass. pres. opt. ῥαίο- ιτο, aor. ἐρραίσθη: shatter, dash (in pieces), πρὸς οὔδεϊ, Od. 9.459; ‘wreck,’ Od. 6.326, Od. 5.221.
English (Slater)
ῥαίω shatter αἰὼν δὲ δἰ ὀστέων ἐρραίσθη (codd.: ἐραίσθη Christ) fr. 111. 5.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.)
1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.)
2. προκαλώ ναυάγιο
3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω
4. παθ. ῥαίομαι
καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι
5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος
ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ο φωνηεντισμός του ρ. θυμίζει τα: παίω, πταίω ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ῥαίω είναι προϊόν συμφυρμού τών ρ. ῥήγνυμι και παίω. Προβλήματα γεννά επίσης το -σ-τών συνθ. σε -ραίστης και τών ρηματ. επιθ. ῥαιστήρ/ ῥαίστωρ, ενώ τα σύνθ. σε -ραίστης εμφανίζουν και μορφή -ραϊστής (πρβλ. θυμοραϊστής). Η δισυλλαβία μάλιστα -ραϊ- του -ραι- μαρτυρείται και στον μυκην. τ. warawita (= FραFιτα ή FραFιστα) ενώ και τα ίδια τα δεδομένα της Μυκηναϊκής γεννούν προβλήματα ως προς την παρουσία και απουσία αρκτικού w/F στους τ. warawita και opiratere (= ὀπιραιστήρες, βλ. λ. ῥαιστήρ)].
Greek Monotonic
ῥαίω: ποιητ. γʹ ενικ. υποτ. ῥαίῃσι, μέλ. ῥαίσω, Επικ. απαρ. ῥαισέμεναι· αόρ. αʹ ἔρραισα, υποτ. ῥαίσῃ — Παθ., αόρ. αʹ ἐρραίσθην·
I. σπάω, θρυμματίζω, κομματιάζω, θραύω, συντρίβω, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ῥαιόμενος, ο ναυαγός, στο ίδ.· φάσγανον ἐρραίσθη, κομματιάστηκε, συντρίφτηκε, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καταστρέφω· Παθ., κατασυντρίβομαι, καταβάλλομαι, τσακίζομαι από τα παθήματά μου, σε Αισχύλ., Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to smash, to break to pieces, to shatter (ep. Il.).
Other forms: Aor. ῥαῖσαι, pass. ῥαισθῆναι, fut. ῥαίσω.
Dialectal forms: Myc. opira₃tere ? /opi-raisteres/Baumbach, Minos 11(1970)388-90.
Compounds: Also w. δια-, ἀπο-.
Derivatives: ῥαιστήρ, -ῆρος hammer, f. (Σ 477; after σφῦρα?), m. (AP 6, 117), gender elsewhere unknown (A. Pr. 56, Call. Dian. 59 a.o.); ῥαιστήριος shattering, destroying (A. R., Opp.); ῥαίστωρ κραντήρ (= boars tusk) H. Several compounds in -της, z.B. θυμο-ρραίσ-της life-destroying (Il.), κυνο-ρραίσ-της dog louse (ρ 300, Arist.); vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 44 w. n. 1.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Rhiming to the in sense close παίω, πταίω, also κναίω, ψαίω; the -σ- in ῥαισθῆναι etc. can be analogical. Etymology unknown; hardly a cross of ῥήγνυμι and παίω. Earlier explanations (Skt. ríṣyati sustain damage, sráṃsate lapse) in Bq and Hofmann Et. Wb. s.v.; also WP. 2, 345f.
Middle Liddell
I. to break, shiver, shatter, wreck, Od.;— Pass., ῥαιόμενος one shipwrecked, Od.; φάσγανον ἐρραίσθη was shivered, Il.
II. to crush, destroy, in Pass., Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
ῥαίω: {rhaíō}
Forms: Aor. ῥαῖσαι, Pass. ῥαισθῆναι, Fut. ῥαίσω,
Grammar: v.
Meaning: zerschlagen, zerbrechen, zerschmettern (ep. poet. seit Il.).
Composita : auch m. δια-, ἀπο-,
Derivative: Davon ῥαιστήρ, -ῆρος Hammer, f. (Σ 477; nach σφῦρα?), m. (AP 6, 117), Genus sonst unbestimmbar (A. Pr. 56, Kall. Dian. 59 u.a.); ῥαιστήριος zerbrechend, zerstörend (A. R., Opp.); ῥαίστωρ· κραντήρ (= Fangzahn) H. Mehrere Zusammenbildungen auf -της, z.B. θυμορραίστης lebenzerstörend (Il.), κυνορραίστης Hundslaus (ρ 300, Arist.); vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 44 m. A. 1.
Etymology : Reimwort zu den sinnverwandten παίω, πταίω, auch κναίω, ψαίω; das -σ- in ῥαισθῆναι usw. kann analogisch sein. Etymologisch undurchsichtig; ob Kreuzung von ῥήγνυμι und παίω? Frühere Erklärungen (aind. ríṣyati Schaden nehmen, sráṃsate zerfallen) bei Bq und Hofmann Et. Wb. s.v.; auch WP. 2, 345f.
Page 2,640