ἀνάρτιος: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ἀνάρσιος]];<br /><b>2</b> impair.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρτιος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ἀνάρσιος]];<br /><b>2</b> [[impair]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρτιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:41, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, A uneven, odd, Pl.Phd.104e, al. 2 at odds with one, hostile, Plu.2.1030a.
Spanish (DGE)
-ον impar ἡ τριάς Pl.Phd.104e, cf. Meth.Symp.3.3.
German (Pape)
[Seite 206] ungerade, Plat. Phaed. 104 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 c. ἀνάρσιος;
2 impair.
Étymologie: ἀ, ἄρτιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρτιος:
1 Plut. = ἀνάρσιος;
2 нечетный (ἀ. ἡ τριάς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρτιος: -ον, ὁ μὴ ἄρτιος, περιττός, ἀντίθετον τῷ ἄρτιος, Πλάτ. Φαίδων 104Ε, καὶ ἀλλ. 2) ἐχθρός, ὁ ἐχθρικῶς διακείμενος, ἀναρτίους δὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς πολεμίους [καλοῦντας] Πλούτ. 2. 1030Α.
Greek Monolingual
ἀνάρτιος, -ον (Α)
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι άρτιος, ο περιττός
2. εχθρός, αντίπαλος.
Greek Monotonic
ἀνάρτιος: -ον, ο μη άρτιος, περίεργος, αντίθ. προς το ἄρτιος (ίσος), σε Πλάτ.
Middle Liddell
uneven, odd, opp. to ἄρτιος (even), Plat.