ὑποθέω: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>t. d’astron.</i> courir <i>ou</i> accomplir sa course sous;<br /><b>2</b> [[courir insidieusement]], [[se jeter traîtreusement sur]];<br /><b>3</b> [[courir pour supplanter]], [[supplanter]];<br /><b>4</b> dépasser en courant, courir en avant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>t. d’astron.</i> courir <i>ou</i> accomplir sa course sous;<br /><b>2</b> [[courir insidieusement]], [[se jeter traîtreusement sur]];<br /><b>3</b> [[courir pour supplanter]], [[supplanter]];<br /><b>4</b> [[dépasser en courant]], [[courir en avant]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:42, 30 November 2022
English (LSJ)
fut. -θεύσομαι, A make a secret attack, ποτὶ ἐχθρόν . . λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι Pi.P.2.84. 2 cut in before, in running a race, supplant, Ar.Eq.1161; of a solar eclipse, ἐκλείπει . . τῆς σελήνης ὑποθεούσης αὐτόν Cleom.2.3; ἡ σελήνη ὑποθεύσεται τὸν ἥλιον Them. Or.26.317b. II of dogs, run in too hastily, X.Cyn.3.8.
German (Pape)
[Seite 1217] (s. θέω), unterlaufen, entgegenlaufen, angreifen, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν Pind. P. 2, 84; – vorlaufen, Ar. Equ. 1157; – zurücklaufen, Xen. ven. 3, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 t. d’astron. courir ou accomplir sa course sous;
2 courir insidieusement, se jeter traîtreusement sur;
3 courir pour supplanter, supplanter;
4 dépasser en courant, courir en avant.
Étymologie: ὑπό, θέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθέω: (fut. ὑποθεύσομαι)
1 нападать врасплох или из засады (ποτὶ ἐύρόν Pind.);
2 выбегать вперед, обгонять, опережать Arph., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ὑποτρέχω, κρυφίως προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι ποτὶ ἐχθρόν, πρὸς δὲ τὸν ἐχθρὸν δίκην λύκου ὑποδραμοῦμαι, δηλ. ἐνεδρεύων καθάπερ λύκος, Πινδ. Π. 2. 155. 2) προσπαθῶ δι’ ἀπάτης νὰ περάσω τὸν ἀντίπαλόν μου ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ προξενῶν αὐτῷ ἐμπόδιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1161· - ἐπὶ ἐκλείψεως, ἡ σελήνη ὑπ. τὸν ἥλιον Κλεομήδ. Κυκλ. Θεωρ. Μετεώρ. σ. 116, 7. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, τρέχω κατόπιν ἄλλου, Ξεν. Κυνηγ. 3, 8.
English (Slater)
ὑποθέω run down ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84)
Greek Monolingual
Α
1. επιτίθεμαι κρυφά ή δολίως
2. (σε αγώνα δρόμου) προσπαθώ να περάσω τον αντίπαλό μου παρεμβάλλοντας εμπόδια
3. (για σκυλιά) τρέχω πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
ὑποθέω: μέλ. —θεύσομαι,
1. μπαίνω τρέχοντας κάτω από, πραγματοποιώ μυστική έφοδο, επίθεση, σε Πίνδ.
2. προσπαθώ με απάτη να περάσω τον αντίπαλό μου προκαλώντας του εμπόδιο, εκτοπίζω, παραγκωνίζω, υποσκελίζω, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για σκυλιά, τρέχω στο κατόπι με βιασύνη, σβελτάδα, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -θεύσομαι
I. to run in under, make a secret attack, Pind.
2. to run in before, to supplant, Ar.
II. of dogs, to run in too hastily, Xen.