δύσλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[pénible pour le cou]], [[difficile à supporter]];<br /><b>2</b> impatient du joug.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[pénible pour le cou]], [[difficile à supporter]];<br /><b>2</b> [[impatient du joug]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[λόφος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:46, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλοφος Medium diacritics: δύσλοφος Low diacritics: δύσλοφος Capitals: ΔΥΣΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dýslophos Transliteration B: dyslophos Transliteration C: dyslofos Beta Code: du/slofos

English (LSJ)

ον, A hard for the neck, hard to bear, ζεύγλη, ζυγόν, Thgn.848, 1024; χείρ B.12.46; δ. φρενί prob. l. in S.Ichn.4; δυσλοφωτέρους πόνους A.Pr.931. II impatient of the yoke, ἡμίονοι Ael.NA16.9. Adv. -φως, φέρειν E.Tr.303.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas o abstr., en sent. fís. duro, doloroso para el cuello ζεύγλη Thgn.848, ζυγόν Thgn.1024, χείρ de Heracles, B.13.46
en sent. moral doloroso, humillante δυσλοφώτεροι πόνοι A.Pr.931, ὄν[ειδος ἄλλο δύσ] λοφον φρενί S.Fr.314.10 (l.p.).
2 de anim. que es de cuello difícil, difícil de uncir ἡμίονοι Ael.NA 16.9.
II adv. -ως con humillación, penosamente τοὐλεύθερον ... δ. φέρει κακά E.Tr.303.

German (Pape)

[Seite 683] 1) schwer für den Nacken, nackenbeschwerend, ζεύγλη, Theogn. 846; πόνοι, Aesch. Prom. 930. – 2) den Nacken ungern unters Joch beugend, widerspänstig, αὐχήν, Theogn. 1019; ἡμίονοι, Ael. H. A. 16, 11; – δυσλόφως φέρειν κακά, Eur. Tr. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 pénible pour le cou, difficile à supporter;
2 impatient du joug.
Étymologie: δυσ-, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

δύσλοφος: тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσλοφος: -ον, βαρύς, δυσάρεστος, εἰς τὸν τράχηλον, δυσφόρητος, ζεύγλη, ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν ζυγόν, ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303.

Greek Monolingual

δύσλοφος, -ον (Α)
1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός»)
2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι»).

Greek Monotonic

δύσλοφος: -ον, I. βαρύς για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, ανυπόφορος, σε Θέογν., Αισχύλ.
II. αυτός που δεν υπομένει το ζυγό· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ.

Middle Liddell

δύσ-λοφος, ον
I. hard for the neck, hard to bear, Theogn., Aesch.
II. impatient of the yoke: adv., impatiently, Eur.