κτίσμα: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[fondation]], [[établissement]];<br /><b>2</b> créature.<br />'''Étymologie:''' [[κτίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[fondation]], [[établissement]];<br /><b>2</b> [[créature]].<br />'''Étymologie:''' [[κτίζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:47, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτίσμα Medium diacritics: κτίσμα Low diacritics: κτίσμα Capitals: ΚΤΙΣΜΑ
Transliteration A: ktísma Transliteration B: ktisma Transliteration C: ktisma Beta Code: kti/sma

English (LSJ)

ατος, τό, A colony, foundation, Call.Aet.Oxy.2080.77; Παρίων Str.7.5.5, cf. D.H.1.59; Λακωνικὸν κ. Str.5.3.6; also, of a temple, J.BJ2.6.1: generally, building, PSI1.84.8 (pl., iv/v A.D.). 2 = κτίσις ΙΙ, LXX Wi.9.2 (pl.), 3 Ma.5.11, Ep.Jac.1.18. II = κτίσις 1.1, Eust.1382.50.

German (Pape)

[Seite 1520] τό, das Gegründete, Gebau'te, die Gründung, von Städten, Strab. VII. 315 u. A. – Das Geschaffene, die Creatur, N. T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 fondation, établissement;
2 créature.
Étymologie: κτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτίσμα -τος, τό [κτίζω] christ. schepsel, het geschapene..

Russian (Dvoretsky)

κτίσμα: ατος τό NT = κτίσις 3.

Greek (Liddell-Scott)

κτίσμα: τό, (κτίζω) τόπος κτισθεὶς ἢ ἀποικισθείς, ἀποικία, Κνιδίων κτίσμα Στράβ. 315, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 59· Λακωνικὸν κτ. Στράβ. 233. 2) = κτίσις ΙΙ. 2, Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 18. ΙΙ. = κτίσις Ι. 1, Εὐστ. 1382. 50.

English (Strong)

from κτίζω; an original formation (concretely), i.e. product (created thing): creature.

English (Thayer)

κτισματος, τό (κτίζω); thing founded; created thing; (Vulg. creatura) (A. V. creature): κτίσμα Θεοῦ, transformed by divine power to a moral newness of soul, spoken of true Christians as created anew by regeneration (others take it here unrestrictedly), ἀπαρχή, metaphorically, a.; also κτίζω under the end, κτίσις, 2a.); τά ἐν ἀρχή κτισματα Θεοῦ, of the Israelites, Strabo, Dionysius Halicarnassus))

Greek Monolingual

το (AM κτίσμα) κτίζω
1. ό,τι έχει κτιστεί, οικοδόμημα (α. «η πόλη έχει πολλά ωραία κτίσματα» β. «είναι κτίσμα της αρχαίας εποχής»)
2. δημιούργημα, πλάσμα («εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων», ΠΔ)
μσν.
κτίσιμο
μσν.-αρχ.
ίδρυση, θεμελίωση
αρχ.
1. τόπος κτισμένος ή αποικισμένος, αποικία
2. ναός.

Greek Monotonic

κτίσμα: τό (κτίζω), οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί, δημιούργημα, πλάσμα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κτίσμα, ατος, τό, κτίζω
anything created, a creature, NTest.

Chinese

原文音譯:kt⋯sma 克提士馬
詞類次數:名詞(4)
原文字根:受造之物
字義溯源:受造之物,(神)所造的萬物,所造的,造物,活物;源自(κτίζω)*=創造)。參讀 (κτίζω)同源字
出現次數:總共(4);提前(1);雅(1);啓(2)
譯字彙編
1) 活物(1) 啓8:9;
2) 受造之物(1) 啓5:13;
3) 造物中(1) 雅1:18;
4) 所造的(1) 提前4:4