τύπωμα: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet modelé (vase, urne);<br /><b>2</b> impression sur les sens.<br />'''Étymologie:''' [[τυπόω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet modelé (vase, urne);<br /><b>2</b> [[impression sur les sens]].<br />'''Étymologie:''' [[τυπόω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:50, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπωμα Medium diacritics: τύπωμα Low diacritics: τύπωμα Capitals: ΤΥΠΩΜΑ
Transliteration A: týpōma Transliteration B: typōma Transliteration C: typoma Beta Code: tu/pwma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is formed or moulded, τ. χαλκόπλευρον, of a brazen urn, S.El.54; figure, outling, μορφῆς τ. E.Ph.162. 2 seal-impression, Anon. in Gött.Nachr.1922.35 (cf. 40): hence, b impression received in perception, = φάντασμα, Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1163] τό, das Geformte, Gebildete, Abgebildete; χαλκόπλευρον, ein aus Kupfer geformter Aschenkrug, Soph. El. 54; μορφῆς, Eur. Phoen. 165; ein Eindruck auf die Sinne, Plut. adv. Col. 25.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet modelé (vase, urne);
2 impression sur les sens.
Étymologie: τυπόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύπωμα -ατος, τό [τυπόω] urn:. τύπωμα χαλκόπλευρον een bronzen urn Soph. El. 54. vorm, figuur:. μορφῆς τύπωμα de vorm van zijn figuur Eur. Phoen. 162.

Russian (Dvoretsky)

τύπωμα: ατος (ῠ) τό
1 очерк, очертания: μορφῆς τ. Eur. контур, силуэт;
2 сосуд, урна (τ. χαλκόπλευρον Soph.);
3 отображение, впечатление Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τύπωμα: [ῠ], τό, (τυπόω) τετυπωμένον, κατεσκευασμένον κατά τινα τύπον, τ. χαλκόπλευρον, ἐπὶ χαλκίνης κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 54· σχῆμα, σχέδιον, τ. μορφῆς Εὐρ. Φοίν. 162. ΙΙ. ἐντύπωσις ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, Πλούτ. 2. 1121C.

Greek Monolingual

-ώματος, το, ΝΜΑ τυπῶ
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυπώνω, εκτύπωση («δεν άρχισε ακόμη το τύπωμα του βιβλίου»)
αρχ.
1. αποτύπωματύπωμα χαλκόπλευρον», Σοφ.)
2. μορφή, σχήματύπωμα μορφής», Ευρ.)
3. αυτό που εντυπώνεται στα αισθητήρια ή στον νου («φάντασμα καὶ τύπωμα», Πλούτ.)
4. απόφανση Ρωμαίου αυτοκράτορα ή πάπα σχετικά με νομική ή θρησκευτική αμφισβήτηση.

Greek Monotonic

τύπωμα: [ῠ], τό (τυπόω), αυτό που είναι τυπωμένο, κατασκευασμένο σύμφωνα με κάποιο τύπο, τύπωμα χαλκόπλευρον, λέγεται για χάλκινη κάλπη, σε Σοφ.· σχήμα, περίληψη, σχέδιο, σε Ευρ.

Middle Liddell

τῠ́πωμα, ατος, τό, τυπόω
that which is moulded, τ. χαλκόπλευρον, of a brazen urn, Soph.: a figure, outline, Eur.

English (Woodhouse)

cinerary urn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)