ἁμαξεύω: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[surcar con carros]] territorios Αἴγυπτον ... ἁμαξευομένην Hdt.2.108, [[Γόρδιον]] Arr.<i>An</i>.2.3.2, γῆ ... ἁμαξεῦσαι [[ἄπορος]] Philostr.<i>Im</i>.2.24, de caminos ἡ μὲν ἁμαξεύεσθαι δυναμένη Str.4.6.11, ἁμαξεύεται ... ὁ διάπλους Str.7.3.18, ἐπὶ τὴν ... ὁδὸν τὴν ἁμαξευομένην <i>Vit.Aesop.G</i> 4.<br /><b class="num">2</b> fig. ἁ. ... βίοτον arrastrar una vida penosa</i>, <i>AP</i> 9.574.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ser carretero]] Plu.<i>Eum</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[viajar en carro]], <i>AP</i> 7.478 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>[[vivir en carros o carromatos]] Σκυθῶν ὁπόσοι Philostr.<i>VA</i> 7.26. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> [[tr]].<br /><b class="num">1</b> [[surcar con carros]] territorios Αἴγυπτον ... ἁμαξευομένην Hdt.2.108, [[Γόρδιον]] Arr.<i>An</i>.2.3.2, γῆ ... ἁμαξεῦσαι [[ἄπορος]] Philostr.<i>Im</i>.2.24, de caminos ἡ μὲν ἁμαξεύεσθαι δυναμένη Str.4.6.11, ἁμαξεύεται ... ὁ διάπλους Str.7.3.18, ἐπὶ τὴν ... ὁδὸν τὴν ἁμαξευομένην <i>Vit.Aesop.G</i> 4.<br /><b class="num">2</b> fig. ἁ. ... βίοτον arrastrar una vida penosa</i>, <i>AP</i> 9.574.<br /><b class="num">II</b> [[intr]].<br /><b class="num">1</b> [[ser carretero]] Plu.<i>Eum</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[viajar en carro]], <i>AP</i> 7.478 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>[[vivir en carros o carromatos]] Σκυθῶν ὁπόσοι Philostr.<i>VA</i> 7.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:53, 30 November 2022
English (LSJ)
A traverse with a wagon:—Pass., to be traversed by wagon-roads, of country, Hdt.2.108. 2 metaph., ἁ. βίοτον drag on a weary life, AP9.574. II intr., to be a wagoner, Plu.Eum.1; travel in a wagon, AP7.478 (Leon.); live in wagons, of Scythians, Philostr. VA7.26.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I tr.
1 surcar con carros territorios Αἴγυπτον ... ἁμαξευομένην Hdt.2.108, Γόρδιον Arr.An.2.3.2, γῆ ... ἁμαξεῦσαι ἄπορος Philostr.Im.2.24, de caminos ἡ μὲν ἁμαξεύεσθαι δυναμένη Str.4.6.11, ἁμαξεύεται ... ὁ διάπλους Str.7.3.18, ἐπὶ τὴν ... ὁδὸν τὴν ἁμαξευομένην Vit.Aesop.G 4.
2 fig. ἁ. ... βίοτον arrastrar una vida penosa, AP 9.574.
II intr.
1 ser carretero Plu.Eum.1.
2 viajar en carro, AP 7.478 (Leon.)
•vivir en carros o carromatos Σκυθῶν ὁπόσοι Philostr.VA 7.26.
German (Pape)
[Seite 115] ein Frachtfuhrmann sein, Plut. Eum. 1; auchtrauf. βίον ἀβίοτον, das Leben mühselig hinschleppen, gleichsam durchkarren, Ep. ad. 653 (IX. 574). Bei Philostr., von den Scythen, auf Wagen leben. – Pass., mit Frachtwagen befahren werden, Her. 2, 108; Strabo. ὁδὸς ἁμαξεύεσθαι δυναμένη, ein Weg, der mit Lastwagen befahren werden kann.
French (Bailly abrégé)
ao. ἡμάξευσα;
1 être voiturier;
2 parcourir en voiture ; Pass. être fréquenté par les voitures.
Étymologie: ἅμαξα.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξεύω:
1 проезжать на возах: Αἴγυπτος ἁμαξευομένη πᾶσα Her. Египет, который весь является проезжим для повозок; ἡμάξευσα δύσζωον βίοτον Anth. я прожил трудную жизнь;
2 заниматься извозом: ἁμαξεύων Plut., Anth. возчик.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξεύω: διέρχομαι δι’ ἁμάξης καὶ παθ. διασχίζομαι δι’ ἁμαξιτῶν ὁδῶν, ἐπὶ χώρας, Ἡρόδ. 2. 108. 2) μεταφ., διέρχομαι διὰ κόπου καὶ μόχθου, «ἡμάξευσα καὶ αὐτός... τοῦτον δύσζωον κἀβίοτον βίον», Ἀνθ. Π. ΙΧ. 574. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἁμαξηλάτης, Πλουτ. Εὐμέν. 1, Ἀνθ. Π. VΙΙ. 478: ― ζῶ ἐφ’ ἁμάξης, περὶ τῶν Σκυθῶν, οἵτινες ἦσαν ἁμαξόβιοι, (πρβλ. ἁμαξόβιος) Φιλόστρ. 307.
Greek Monolingual
ἁμαξεύω (AM) άμαξα
1. διασχίζω έναν τόπο με αμάξι
2. είμαι αμαξηλάτης, οδηγώ άμαξα
3. παθ. (για χώρα) διασχίζομαι από αμαξιτούς δρόμους.
Greek Monotonic
ἁμαξεύω: μέλ. -σω, I.
1. διέρχομαι με την άμαξα — Παθ. διασχίζομαι μέσω αμαξιτών οδών, λέγεται για χώρα, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., ἁμαξεύειν βίοτον, διέρχομαι κοπιαστικό βίο, σε Ανθ.
II. αμτβ., είμαι αμαξηλάτης, σε Πλούτ., Ανθ.
Middle Liddell
I. to traverse with a wagon: Pass. to be traversed by wagon-roads, of a country, Hdt.
2. metaph., ἁμαξεύειν βίοτον to drag on a weary life, Anth.
II. intr. to be a wagoner, Plut., Anth.