ὀρός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> petit-lait;<br /><b>2</b> liquide séminal.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> saras, saram « eau ».
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> petit-lait;<br /><b>2</b> [[liquide séminal]].<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> saras, saram « eau ».
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:53, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρός Medium diacritics: ὀρός Low diacritics: ορός Capitals: ΟΡΟΣ
Transliteration A: orós Transliteration B: oros Transliteration C: oros Beta Code: o)ro/s

English (LSJ)

ὁ, A the watery or serous part of milk, whey, ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα Od.9.222; ὀρὸν πίνων 17.225, cf. Hp.Mul.1.29, Acut.2, Arist. HA521b27, al., Eust.1626.1, 1818.23. 2 the watery part or serum of the blood, Pl.Ti.83d. 3 the watery part of wood-tar, ὀρὸς πίσσης Hp.Ulc.12, Thphr.HP3.9.2, Paul.Aeg.3.74. 4 σπερματικὸς ὀρός seminal fluid, Placit.5.23:—the form ὀρρός is f.l. in Hp. Il.cc., Arist. l.c., Ruf.Ren.Ves.14, etc.; the form οὐρός was coined by Nic. Th.708. (Cf. Skt. sarás, Adj. 'fluid', Lat. serum.)

German (Pape)

[Seite 385] ὁ, die Molken, der wässerige Theil der geronnenen Milch, serum; ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα, Od. 9, 222; ὀρὸν πίνων, 17, 225; Eust. erkl. ἡ τοῦ γάλακτος ὑποστάθμη od. ὑδατώδης τοῦ γάλακ τος ὑπόστασις, Arist. H. A. 3, 20; Theophr. u. A.; – auch der wässerige Theil des Blutes, φλέγματος, Plat. Tim. 83 d, vgl. ὀῤῥός; u. des Theeres, sonst ὀρόπισσα; u. übh. eine Feuchtigkeit, ὁ σπερματικὸς ὀῤῥός, Plut. placit. phil. 5, 23.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 petit-lait;
2 liquide séminal.
Étymologie: cf. skr. saras, saram « eau ».

Russian (Dvoretsky)

ὀρός: ион. οὐρός, Arst., Plut. ὀρρός
1 молочная сыворотка, пахтанье Hom., Arst.;
2 водянистая часть, жижа (ὀ. φλέγματος Plat.; ὀ. σπερματικός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρός: ἀκολούθως ὀρρός (ἴδε κατωτ.)· οὖρος Νικ. Θηρ. 708· ὁ· - τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ γάλακτος, «τυρόγαλον», ναῖον δ’ ὀρῷ ἄγγεα πάντα Ὀδ. Ι. 222· ὀρὸν πίνων Ρ. 225, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 6, Εὐστ. εἰς Ὀδ. ἔνθ’ ἄνωτ. 2) τὸ ὑδατῶδες μέρος τοῦ αἵματος, Πλάτ. Τίμ. 83D. 3) τὸ ὑγρὸν μέρος τῆς πίσσης, ὀρὸς πίσσης Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9, 2· ἀλλαχοῦ ὀρόπισσα, ὀρρόπισσα, ἴδε Δουκάγγ. 4) ὀρὸς σπερματικός, Πλούτ. 2. 909Ε. - Ὁ τύπος ὀρρὸς πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ., ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν αὐτὸν καὶ παρ’ Ἱπποκράτει ἐν τῷ περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383. (Πρβλ. Σανσκρ. saras (ὡσαύτως saram, ὕδωρ), Λατ. serum· πρβλ. τυρός.)

English (Autenrieth)

whey, Od. 9.222 and Od. 17.225.

Greek Monolingual

και, εσφ. ανάγν., ορρός, ο (ΑΜ ὀρός και εσφ. ανάγν. ὀρρός)
1. το υδαρές υπόλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το μετά την πήξη του γάλακτος υδατώδες υπόλειμμα, τα τυρόγαλο
2. το υγρό που απομένει στην πληγή μετά την πήξη του αίματος
νεοελλ.
1. (αιματολ.) κίτρινο υδατώδες υγρό που εξιδρώνεται από έναν θρόμβο ολικού πηγμένου αίματος ή που αποχωρίζεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια απινιδωμένου αίματος κατά τη φυγοκέντρησή του
2. φρ. α) «φυσιολογικός ορός» — θεραπευτικό διάλυμα του οποίου η ωσμωτική πίεση είναι ίση με του ορού του αίματος, όπως λ.χ. του χλωριούχου νατρίου ή της γλυκόζης
β) «θεραπευτικός ορός» — ορός ανθρώπου ή ζώου που έχει ανοσοποιηθεί κατά μικροβίων διαφόρων λοιμωδών νοσημάτων με αυξανόμενες δόσεις αντιγόνων ή έχει υποβληθεί σε διάφορες θεραπείες
γ) «αντιλεμφοκυτταρικός ορός» — ορός ικανός να ελαττώνει ή να αναστέλλει την ανοσιακή δραστηριότητα τών λεμφοκυττάρων
αρχ.
1. το υγρό μέρος της πίσσας
2) φρ. «σπερματικὸς ὀρός» και απλώς «ὀρός» — το ρευστό του σπέρματος, το υδατώδες μέρος του ανθρώπινου ή ζωικού σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. όν. (πρβλ. τροφός, θορός) με ιωνική ψίλωση που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ser- «ρέω, κυλώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. sara- «ρέω» (< sisarti «ρέω, χύνομαι»)και λατ. serum «ορός». Τα βυζαντινά χειρόγραφα δίνουν τ. ὀρρός, που οφείλεται πιθ. σε εσφ. ανάγν. του τ. ὀρός. Στη Νέα Ελληνική έχουμε μία σειρά επιστημονικών όρων με α' συνθετικό ορο-, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν προέλθει από μετάφραση στην Ελληνική του λατ. serum (οροαιματώδης, πρβλ. αγγλ. serosanguinus, οροαντίδραση, πρβλ. γαλλ. seroreaction).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό ορο-) οροαιματώδης, οροαιμάτωμα, οροαλβουμίνη, οροαντίδραση, οροβλεννογόνος, ορόγαλα, ορογόνος, οροδιάγνωση, οροεμβολιασμός, οροεξασθένηση, οροθεραπεία, οροϊνώδης, ορολεύκωμα, ορολογία (Ι), ορονοσία, οροπυώδης, οροστέγεια, οροσυγκόλληση, οροσφαιρίνη].

Greek Monotonic

ὀρός: ὁ, Λατ. serum, το υδαρές μέρος, η περιεκτικότητα του γάλακτος σε νερό, ορός του γάλακτος, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: the watery part of curdled milk, the whey, also metaph. of other liquids (Od., Hp., Pl., Arist.).
Compounds: ὀρο-ποτέω to drink whey with -ίη f. (Hp.);
Derivatives: ὀρώδης whey-like (Thphr.); ἐξορ-ίζω to press out the whey (EM, H.).
Origin: IE [Indo-European] [909] *ser- flow
Etymology: Prop. oxytonized nom. ag. (as τροφός etc., Chantraine Form. 9 f.) with Ion. psilosis beside the nom. act. Lat. serum n. id. from a verb run, flow, retained in Skt. sí-sar-ti, sár-ati, aor. á-sar-at; so ὀρός prop. "the runner" (cf. Porzig Satzinhalte 316) and phonetically identical with Skt. sará- flowing, liquid. WP. 2, 497f., Pok. 909f., W.-Hofmann s. serum m. w. further forms a. lit.

Middle Liddell

ὀρός, οῦ, ὁ,
Lat. serum, the watery part of milk, whey, Od.

Frisk Etymology German

ὀρός: {orós}
Grammar: m.
Meaning: der wässerige Teil der geronnenen Milch, die Molke, Käsewasser, auch übertr. von anderen Flüssigkeiten (Od., Hp., Pl., Arist. usw.);
Composita : ὀροποτέω Molken trinken mit -ίη f. (Hp.);
Derivative: ὀρώδης molkenähnlich (Thphr. u.a.); ἐξορίζω die Molke auspressen (EM, H.).
Etymology : Eig. oxytoniertes Nom. ag. (wie τροφός usw., Chantraine Form. 9 f.) mit ion. Psilose neben dem Nom. act. lat. serum n. ib. von einem Verb rinnen, fließen, das in aind. -sar-ti, sár-ati, Aor. á-sar-at noch erhalten ist; ὀρός somit eig. "der Rinner" (vgl. Porzig Satzinhalte 316) und lautlich mit aind. sará- fließend, flüssig identisch. WP. 2, 497f., Pok. 909f., W.-Hofmann s. serum m. weiteren Formen u. Lit.
Page 2,425

Mantoulidis Etymological

ὀρρός (=τό ὑδατῶδες μέρος τοῦ γάλακτος, τοῦ αἵματος, τυρόγαλο).