ἐπιθυμητής: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιθῡμητής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> (страстный), [[любитель]], [[ревнитель]], [[поклонник]] (σοφίας Plat.; πολέμου Arst.): [[τιμῆς]] ἐ. Plat. честолюбец; νεωτέρων ἔργων ἐ. Her. любитель новизны, перемен; ἐ. κακῶν NT человек с дурными наклонностями;<br /><b class="num">2</b> [[сторонник]], [[последователь]] (sc. Σωκράτους Xen.). | |elrutext='''ἐπιθῡμητής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> (страстный), [[любитель]], [[ревнитель]], [[поклонник]] (σοφίας Plat.; πολέμου Arst.): [[τιμῆς]] ἐ. Plat. честолюбец; νεωτέρων ἔργων ἐ. Her. любитель новизны, перемен; ἐ. κακῶν NT человек с дурными наклонностями;<br /><b class="num">2</b> [[сторонник]], [[последователь]] (''[[sc.]]'' Σωκράτους Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:40, 30 November 2022
English (LSJ)
οῖ, ὁ, A one who longs for or desires, νεωτέρων ἔργων Hdt.7.6; (δογμάτων) And.4.6; ἔργων Lys.12.90; τιμῆς, σοφίας, Pl.R.475b, etc.; φύσει πολέμου ἐ. Arist.Pol.1253a6; κακῶν 1 Ep.Cor.10.6; ἀλλοτρίων BGU531 ii 22 (ii A.D.). 2. abs., lover, follower, X.Mem.1.2.60. b. one who lusts, LXX Nu.11.34.
German (Pape)
[Seite 943] ὁ, der Begehrende, Wünschende; νεωτέρων ἔργων Her. 7, 6; Andoc. 4, 6; σοφίας Plat. Rep. V, 475 b; καὶ ἐραστής Legg. I, 643 e; Liebhaber, Anhänger, Xen. Mem. 1, 2, 60.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui désire, partisan de, amateur ou ami de;
2 disciple.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
English (Strong)
from ἐπιθυμέω; a craver: + lust after.
English (Thayer)
ἐπιθυμητου, ὁ (ἐπιθυμέω), one who longs for, a craver, lover, one eager for: κακῶν, Herodotus down.
Greek Monolingual
ἐπιθυμητής, ὁ (και θηλ. ἐπιθυμήτειρα) (Α) επιθυμώ
1. αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται κάτι («τιμῆς ἐπιθυμηταί», Πλάτ.)
2. (απολ.) φίλος, ακόλουθος, οπαδός («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», Ξεν.)
3. αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο ακόλαστος («ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν», ΠΔ).
Greek Monotonic
ἐπιθῡμητής: -οῦ, ὁ,
1. κάποιος που λαχταρά ή επιθυμεί κάτι, με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. απόλ., ένθερμος φίλος ενός πράγματος, οπαδός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθῡμητής: οῦ ὁ
1 (страстный), любитель, ревнитель, поклонник (σοφίας Plat.; πολέμου Arst.): τιμῆς ἐ. Plat. честолюбец; νεωτέρων ἔργων ἐ. Her. любитель новизны, перемен; ἐ. κακῶν NT человек с дурными наклонностями;
2 сторонник, последователь (sc. Σωκράτους Xen.).
Middle Liddell
ἐπιθῡμητής, οῦ, [from ἐπιθυμέω
1. one who longs for or desires a thing, c. gen., Hdt., etc.
2. absol. a lover, Xen.
Chinese
原文音譯:™piqumht»j 誒披-替姆帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-感覺(者)
字義溯源:渴望者,貪戀者源自(ἐπιθυμέω)=渴望);由(ἐπί)*=在⋯上)與(θυμός)=熱情)組成; (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=急進,獻祭)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 貪戀者(1) 林前10:6